Κείμενα Επικούρειας Φιλοσοφίας

*Η παρακάτω δημοσίευση, έχει αναρτηθεί με την άδεια του συγγραφέα


Επικούρειες απόψεις περί ευθανασίας, Τάκης Παναγιωτόπουλος

Στο 5ο Συμπόσιο ο εξαίρετος φίλος, ο καθηγητής Ευάγγελος Πρωτοπαπαδάκης, που θα ακολουθήσει στην ενότητα, ανέπτυξε το θέμα περί της ευθανασίας στην επικούρεια φιλοσοφία, αναδεικνύοντας ως ειδικός τις βασικές πτυχές του. Θα ήθελα λοιπόν να συνεχίσω τη συζήτηση, αφού πρώτα αναφερθώ σε κάποια εισαγωγικά.
Ο φιλόσοφος Επίκουρος είναι γέννημα θρέμμα του ελληνικού κόσμου. Πάτησε γερά στα όσα ορθά η ελληνική διανόηση είχε ανακαλύψει μέχρι την εποχή του, τα επεξεργάστηκε, εισηγήθηκε νέα και έφθασε σε δυσθεώρητα ύψη την φιλοσοφία, καθιστώντας διαχρονικές τις βασικές αρχές του. Έτσι εμείς σήμερα, οι απόγονοί του, ακολουθούμε, αναλύουμε και προσπαθούμε να εφαρμόσουμε όσα προτείνει η επικούρεια φιλοσοφία ώστε να προσεγγίσουμε τον ευδαίμονα βίο.
Γιατί η φιλοσοφία είναι κενός λόγος εάν πράγματι δεν μας οδηγεί στην απόλαυση της ζωής, δεν μας οδηγεί μακριά από τους αναστεναγμούς των πόνων, της θλίψης και των απογοητεύσεων. Ειδικά σήμερα, και ειδικά εμείς οι άνθρωποι των αστικών κέντρων που βρισκόμαστε μακριά από την φυσική ζωή, είμαστε γεμάτοι από άγχος, ένταση και νεύρα. Και εν μέσω μιας οικονομικής και ανθρωπιστικής κρίσης στην εποχή των τεχνολογικών επιτευγμάτων και της κατάκτησης του διαστήματος, είμαστε σχεδόν έτοιμοι να επαναφέρουμε ως κοινωνίες τα πιο βάρβαρα έθιμα.
Εμείς όμως πάμε κόντρα στους καιρούς. Στα πλαίσια της φιλοσοφικής αναζήτησης για τον καθορισμό των προτιμήσεων και αποφυγών, εντός της ανεπανάληπτης ζωής μας και της μόνης βέβαιης, εμείς οι επικούρειοι δεν αποφεύγουμε να συζητάμε με άνεση για θέματα και λέξεις που είναι απαγορευμένα σε άλλους. Για την ηδονή που είναι η βάση της ίδιας της ζωής, της ευχαρίστησης του σώματος και της ψυχής. Για την απόλαυση των ωραίων μορφών και των διονυσιακών θεαμάτων. Για την ωφέλεια της φιλίας. Διακηρύττουμε ότι το φυσικό δίκαιο είναι να μη βλάπτουμε ο ένας τον άλλο και να μη βλαπτόμαστε οι ίδιοι. Τολμάμε να λέμε τα πράγματα ως έχουν δίχως φαντασιοπληξίες και αλληγορίες. Δεν φοβόμαστε να ξεσκεπάζουμε τις δεισιδαιμονίες και όλα αυτά που μας κατατρέχουν από τα παιδικά μας χρόνια. Και φυσικά μιλάμε με άνεση για τον θάνατο και αυτό μας κάνει να μην τον φοβόμαστε, τουλάχιστον όχι τόσο όσο οι άλλοι. Γιατί ναι, φοβόμαστε ως ανθρώπινα όντα αυτόν. Κι όταν ξεπερνούμε τον φόβο του, μετά κόπων και βασάνων γιατί κάποια πράγματα για να κατακτηθούν χρειάζονται έργα, τότε βρίσκουμε κι άλλα για να ανησυχούμε. Για το πως θα φθάσουμε στο τέρμα του βίου και εάν θα έχουμε ένα αξιοπρεπές τέλος, ώστε να αναχωρήσουμε μετά καλού παιάνα, για το πόσο όμορφα ζήσαμε, όσο κι αν ζήσαμε. Ναι δεν είναι άδικο σε μια κοινωνία που η ζωή έχει αξία, να συλλογιζόμαστε γι αυτά τα θέματα. Και να τα αναλύουμε και να προτείνουμε τελικά λύσεις που έχουν να κάνουν με την κατάκτηση της ευδαιμονίας. Και πρώτα από όλα λοιπόν λέμε ότι:

Τὸ φρικωδέστατον οὖν τῶν κακῶν ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς1

Ο Επίκουρος προτείνει να συνηθίζουμε να νομίζουμε ότι ο θάνατος είναι ένα τίποτε προς εμάς τους ίδιους, διότι όλα τα τα καλά και τα κακά βρίσκονται και υπάρχουν ακριβώς γιατί μπορούμε να τα αισθανθούμε, αλλά όταν επέλθει ο θάνατος επέρχεται και η τέλεια στέρηση της αίσθησης. “Ο θάνατος λοιπόν δεν υπάρχει ούτε για τους ζωντανούς ούτε για τους νεκρούς, επειδή δεν έχει σχέση με τους πρώτους, ενώ οι τελευταίοι δεν υπάρχουν πλέον”. Αυτό μας διδάσκει με την παρατήρηση της φύσης η φυσιολογία. Αυτή η ορθή γνώση μας οδηγεί στο ηθικό συμπέρασμα να μην φοβόμαστε τον θάνατο, κάτι που κάνει απολαυστικό τον βίο μας. Έπειτα λέμε ότι:

Ο σοφὸς οὔτε παραιτεῖται τὸ ζῆν οὔτε φοβεῖται τὸ μὴ ζῆν

Οι πολλοί, πότε αποφεύγουν να συζητούν για τον θάνατο ως το μέγιστο των κακών, πότε τον επικαλούνται για να έρθει ως λύτρωση ώστε να παύσουν τα κακά που τους τυχαίνουν στη ζωή.
“..ὁ δὲ σοφὸς οὔτε παραιτεῖται τὸ ζῆν οὔτε φοβεῖται τὸ μὴ ζῆν, τονίζει με έμφαση ο Επίκουρος, επειδή ούτε η ζωή είναι βάρος γι’ αυτόν, και ούτε θεωρεί ότι είναι κακό το να μη ζει. Όπως ακριβώς δεν προτιμά πάντοτε το περισσότερο αλλά το πιο ευχάριστο φαγητό, έτσι και με τον χρόνο της ζωής του δεν απολαμβάνει τον περισσότερο αλλά τον πιο ευχάριστο”.
Η επικούρεια φιλοσοφία έχει σαφή θέση κατά της πεσιμιστικής αντίληψης αυτού που “λέει ότι καλό είναι να μη γεννηθεί κανείς, «και όταν γεννηθεί, να περάσει όσο πιο γρήγορα τις πύλες του Άδη»”. Συνεπώς ο σοφός για τον ίδιο αλλά και ως πρότυπο για τους άλλους, δεν παραιτείται από τη ζωή, δηλαδή δεν αυτοκτονεί. Αυτό ίσχυε για όλους τους επικούρειους της αρχαιότητας πλην μιας εξαίρεσης, αυτής του Διόδωρου, πράξη η οποία επαινέθηκε μόνο από τον στωϊκό Σενέκα.2
Η παραίτηση από τη ζωή, από τότε που αυτός που το σκέφτεται μέχρι που αυτό θα συμβεί, αποτελεί μια προσωρινή παρηγορία. Ουσιαστικά σπέρνει τον πόνο και τη θλίψη στον ίδιο και στους τριγύρω του. Επιπλέον η εθελοντική αποχώρηση από την ζωή είναι ένα γεγονός μη αναστρέψιμο. Δεν μπορούμε να το μετανιώσουμε εάν το πράξουμε. Αν ανατρέξουμε στο παρελθόν μας θα αντιληφθούμε ότι πολλές φορές βιώσαμε άσχημες καταστάσεις τις οποίες όμως τελικά τις ξεπεράσαμε, είτε με τη βούλησή μας, είτε με το πέρασμα του χρόνου. Πολλές από αυτές τις καταστάσεις σήμερα μας φαίνονται ασήμαντες, ενώ τότε που συνέβαιναν είχαν καθοριστική θέση στο βίο μας. Άριστος όμως γίνεται ο βίος όταν η τέχνη του ηδέως ζην είναι γνωστή. Κι αυτό γίνεται με το εξής:

Η μελέτη “τοῦ καλῶς ζῆν καὶ τοῦ καλῶς ἀποθνῄσκειν”

Εφόσον λοιπόν συνηθίσουμε τελικά ότι ο θάνατος είναι ένα τίποτε ως προς εμάς, κατακτούμε το να μην φοβόμαστε, τόσο το να μη ζούμε, όσο και το να ζούμε. Αυτό λοιπόν που είναι καλό να μας απασχολεί και που ο Επίκουρος μας προτρέπει να μελετούμε, είναι μεν το “καλώς ζην”, το πως θα ζήσουμε καλά, εμείς και οι δίπλα μας. Εντός αυτού μελετούμε και το “καλώς αποθνήσκειν”, το πόσο καλά θα αποχωρήσουμε από τη ζωή, διότι και το αποθνήσκειν είναι μια πράξη εντός της ζωής.
Για το καλώς ζην, η αρχή και το τέλος της μακαρίας ζωής είναι η ηδονή. Οι πράξεις μας καθοδηγούνται από τον αλγόριθμο των προτιμήσεων και αποφυγών μέσω της φρόνησης. Περισσότερα σχετικά θα ακολουθήσουν στην μεθεπόμενη ομιλία της ενότητας από τον Δημήτρη Λιαρμακόπουλο. Για το “καλώς αποθνήσκειν”, ας συνεχίσουμε με την υπόθεση του φρονείν. Διότι ενώ μπορεί να είμαστε σχεδόν βέβαιοι για το παρόν και την επιδίωξη του “καλώς ζην”, δεν αποκλείουμε και τα σχέδια για το “καλώς αποθνήσκειν”. Το μέλλον, όπως λέει ο Επίκουρος, “δεν είναι ούτε εντελώς δικό μας, ούτε εντελώς πέρα από μας”.

Το “καλώς αποθνήσκειν”

Στα πλαίσια της φιλοσοφικής αναζήτησης, το επιθυμητό είναι η αταραξία, το να μη πονά το σώμα και να μην ταράσσεται η ψυχή, δηλαδή η καταστηματική ηδονή, η ευδαιμονία. Ως θνητές οντότητες θα έρθει η στιγμή της παύσης των βιολογικών μας λειτουργιών. Το επιθυμητό είναι η καταστηματική ηδονή να μας συντροφεύσει έως το βιολογικό τέλος. Αυτό είναι εφικτό για τον σοφό, θα έλεγα ότι σήμερα μπορεί να γίνει και για περισσότερους.
Το παράδειγμα του σοφού μας το δίνει ο Επίκουρος. Όπως μας λέει ο βιογράφος του Διογένης Λαέρτιος: “απεβίωσε από κατακράτηση ούρων λόγω πέτρας, μετά από ασθένεια που διήρκεσε δεκατέσσερις ημέρες”. Μέχρι τις τελευταίες στιγμές και ενώ η ασθένειά του τον είχε υποβάλλει σε φρικτούς πόνους, η στάση του ήταν αντάξια της φιλοσοφίας του. Την τελευταία ημέρα, περιστοιχισμένος από φίλους που τον φρόντιζαν, έγραψε την εξής επιστολή στον Ιδομενέα:
“Πορευόμενος τη μακαρία και τελευταία ημέρα του βίου μου σου γράφω αυτά. Ο υπερβολικός πόνος από τη συνεχή δυσουρία και δυσεντερία δεν απολείπεται του μεγέθους του. Αντιπαραθέτω σε όλα αυτά την χαρά της ψυχής επί των γεγονότων που ανακαλώ στη μνήμη μου. Εσύ όμως που άξια παραστάθηκες προς εμένα και την φιλοσοφία από νεαρός, να επιμεληθείς τα παιδιά του Μητρόδωρου”. ΔΛ.Ι.22 Ο Λαέρτιος γράφει επίσης: “Όπως είπε ο Έρμιππος, την τελευταία ημέρα τον έβαλαν σε χάλκινη σκάφη με χλιαρό νερό και ζήτησε να πιει άκρατον οίνο. Παράγγειλε στους φίλους του να θυμούνται τις διδαχές του και έτσι τελείωσε”.
Έχουμε λοιπόν αρκετές πληροφορίες για την στάση του Επίκουρου στο τέλος της ζωής του. Πρώτα απ’ όλα την επιβεβαίωση της θεωρίας στην πράξη: “ ὁ δὲ σοφὸς οὔτε παραιτεῖται τὸ ζῆν οὔτε φοβεῖται τὸ μὴ ζῆν”. Δεύτερον ότι εφαρμόζει τις επικούρειες τεχνικές σε περίπτωση δυσάρεστων καταστάσεων, δηλαδή της ανάκλησης των ευχάριστων γεγονότων που έχουν συμβεί στο παρελθόν. Τρίτον ότι γνωρίζει ο ίδιος ότι είναι η τελευταία μέρα της ζωής του και γράφει τη τελευταία του επιστολή. Τέταρτον είναι περιστοιχισμένος από φίλους που τον φροντίζουν. Επιπλέον η μαρτυρία ότι οι φίλοι του έβαλαν τον Επίκουρο σε σκάφη με ζεστό νερό και του έδωσαν άκρατο οίνο που ζήτησε ο ίδιος, μας δίνει μια συγκλονιστική πληροφόρηση. Ότι προετοίμασε ο ίδιος, με τη βοήθεια των φίλων του, το τέλος του. Αυτό το έπραξε, όταν είδε το τέλος να έρχεται οριστικά, με όσο το δυνατό πιο ανακουφιστικό τρόπο. Με το ζεστό νερό φρόντισαν να απαλύνουν τους δυνατούς πόνους, να τον χαλαρώσουν σωματικά. Με τον άκρατο οίνο να του δημιουργήσουν μια κατάσταση ψυχικής χαλάρωσης. Ο άκρατος οίνος όμως επέφερε ταυτόχρονα ένα συντομότερο τέλος αφού έδρασε σε έναν ήδη εξασθενημένο οργανισμό. Δηλαδή με άλλα λόγια, ο Επίκουρος ίσως να έπραξε αυτό που λέμε σήμερα “την ευθανασία στο τελικό στάδιο ανίατης ασθένειας”. Το έπραξε όμως λίγο πριν του έτσι κι αλλιώς επερχόμενου τέλους και όχι συντομότερα, παρά τους αφόρητους πόνους. Αυτό το κατάφερε λόγω της φιλοσοφίας.
Έχουμε και ένα άλλο παράδειγμα φίλου της επικούρειας φιλοσοφίας και εκδότη του έργου του Λουκρήτιου, του Τίτου Πομπώνιου Αττικού (Titus Pomponius Atticus, Ρώμη 109 – 32 π.χ.χ.), που όταν κατάλαβε ότι η ασθένειά του έφτασε σε σημείο που δεν επέτρεπε ανάρρωση παρά μόνο παράταση των πόνων, βοήθησε τον εαυτό του να έρθει το τέλος συντομότερα. Μας σώζεται το εξής από τον βιογράφο του Νέπο3:
“Όταν είδε ότι ήρθαμε, έγειρε στον ένα του αγκώνα και μας είπε: «Πόσο πολύ φροντίδα έχω αφιερώσει στην αποκατάσταση της υγείας μου, αυτή τη στιγμή, το γνωρίζετε και δεν έχω να δηλώσω τίποτε περισσότερο από το ότι σας έχω μάρτυρες. Επειδή σας έχω, όπως ελπίζω, ικανοποιήσει, στο ότι δεν έχω αγνοήσει τίποτα που φάνηκε ότι θα με θεραπεύσει, απομένει ότι εγώ έχω σκεφτεί για τον εαυτό μου. Δεν θέλω να με αγνοήσετε. Είμαι αποφασισμένος να σταματήσω να τροφοδοτώ την ασθένεια, όπως έκανα όλες τις ημέρες, με τα τρόφιμα και τα ποτά που έχω λάβει που το μόνο που κάνουν είναι να παρατείνουν τη διάρκεια μιας ζωής που επιφέρει την αύξηση των πόνων μου χωρίς καμία ελπίδα ανάκαμψης. Ως εκ τούτου, ζητώ από εσάς, για πρώτη φορά, την έγκριση της απόφασής μου και να μην ασκήσετε άσκοπες ενέργειες αποτροπής της". Η στάση αυτή δεν ήταν μοναδική για τον ελληνικό κόσμο και μετέπειτα ελληνορωμαϊκό. Έχουμε πολλά παραδείγματα ανθρώπων που είτε από ανίατη ασθένεια είτε από βαθιά γεράματα, όταν το σώμα και ο νους υπέφερε, επέλεγαν την οδό του “καλώς αποθνήσκειν” και μάλιστα παρουσία πολλών μαρτύρων, ώστε να μην υπάρχει ουδεμία υπόνοια για σκηνοθετημένη δολοφονία. Σήμερα αυτό το αποκαλούμε ευθανασία και είναι μια αρχαία πρακτική που εγκαταλείφθηκε όπως και πολλά άλλα κατά τη διάρκεια του μεσαίωνα.

Η εποχή μας

Η εισήγηση στην εποχή μετά τον μεσαίωνα, ότι η κοινωνία πρέπει να επιτρέπει τους ασθενείς ανίατης αρρώστιας, είτε να πεθαίνουν με την βοήθεια γιατρών είτε να το πράττουν οι ίδιοι, ανήκει σε δύο Άγγλους φιλοσόφους: στον Francis Bacon τον σύγχρονο πατέρα του εμπειρισμού και στον Thomas More συγγραφέα της ουμανιστικής Ουτοπίας.
Από τότε ξεκίνησε μια μεγάλη συζήτηση σχετικά με το θέμα που ευόδωσε μόνον την σύγχρονη εποχή και μάλιστα τα πολύ πρόσφατα χρόνια. Σε αναπτυγμένες χώρες όπως στην Ολλανδία, στο Βέλγιο, στην Ελβετία, στο Λουξεμβούργο, στη Γαλλία και σε τρεις πολιτείες των ΗΠΑ, η ευθανασία επιτρέπεται με τον ένα ή άλλο τρόπο ως διατήρηση της αξιοπρέπειας της ζωής του ανθρώπου.
Εδώ όμως, στην χώρα όπου στην αρχαιότητα υπήρχε η δυνατότητα εάν κάποιος το επιθυμούσε να αποχωρήσει δίνοντας τέλος στην επώδυνη ταλαιπωρία του όπως ο Αττικός ή και πιθανά ο Επίκουρος, δεν εφαρμόζεται. Και όχι μόνον αυτό, αλλά υπάρχει και η αιτιολόγηση της ταλαιπωρίας από τους αφόρητους πόνους, την ανημποριά και την εξαθλίωση, ως αφορμές και ευκαιρίες “σωτηρίας”.
Όσο για την περίπτωση που κάποιος βοηθήσει κάποιον να βάλει τέλος στην ζωή του όταν βρίσκεται σε τελικό στάδιο ανίατης ασθένειας ή και ακόμη αν δεν προσπαθήσει να σταματήσει αυτόν που θέλει να δώσει το τέλος, τότε θα κατηγορηθεί και θα διωχθεί ποινικά. Πρόσφατο παράδειγμα η περίπτωση του δημοσιογράφου Αλέξανδρου Βέλλιου που μάλιστα άνοιξε ξανά τη συζήτηση στη χώρα μας με το «ευ ζην, ευ θνήσκειν» όπως έλεγε και έπραξε.

Μια παρηγορητική θέση

Σήμερα όμως έχουμε και ένα ακόμη όπλο κατά της ταραχής και του πόνου που προκαλούν οι παραπάνω καταστάσεις. Η ιατρική έχει προχωρήσει πολύ σε θέματα αντιμετώπισης του πόνου. Όταν ο πόνος μειώνεται ή και εξαφανίζεται, η ποιότητα ζωής αυξάνεται και η ανάγκη της ανακούφισης με το επερχόμενο εσκεμμένο τέλος ίσως να μην είναι απαραίτητη. Ο Νόμος στην χώρα μας επιβάλλει και θεσμικά την ανακούφιση των ψυχοσωματικών πόνων του ασθενή. Ο Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας (ΚΙΔ – ν. 3418/2005) Άρθρο 29 Ιατρικές αποφάσεις στο τέλος της ζωής αναφέρει:
“1. Ο ιατρός, σε περίπτωση ανίατης ασθένειας που βρίσκεται στο τελικό της στάδιο, ακόμη και αν εξαντληθούν όλα τα ιατρικά θεραπευτικά περιθώρια, οφείλει να φροντίζει για την ανακούφιση των ψυχοσωματικών πόνων του ασθενή. Του προσφέρει παρηγορητική αγωγή και συνεργάζεται με τους οικείους του ασθενή προς αυτήν την κατεύθυνση. Σε κάθε περίπτωση, συμπαρίσταται στον ασθενή μέχρι το τέλος της ζωής του και φροντίζει ώστε να διατηρεί την αξιοπρέπειά του μέχρι το σημείο αυτό.
2. Ο ιατρός λαμβάνει υπόψη τις επιθυμίες που είχε εκφράσει ο ασθενής, ακόμη και αν, κατά το χρόνο της επέμβασης, ο ασθενής δεν είναι σε θέση να τις επαναλάβει”.
Ωστόσο και πάλι υπάρχουν περιπτώσεις που δεν αρκούν τα ιατρικά μέσα για ένα αξιοπρεπές τέλος για το καλώς αποθνήσκειν με το τρόπο αυτό. Εδώ ο Κώδικας όμως αναφέρει ότι: “3. Ο ιατρός οφείλει να γνωρίζει ότι η επιθυμία ενός ασθενή να πεθάνει, όταν αυτός βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο, δεν συνιστά νομική δικαιολόγηση για τη διενέργεια πράξεων οι οποίες στοχεύουν στην επίσπευση του θανάτου”. Οπότε έχουμε ακόμη να διανύσουμε αρκετό δρόμο στη χώρα μας για να βρεθούμε κάπου εκεί στα αρχαία χρόνια, που ο άνθρωπος επέλεγε να θέσει τέρμα στη ζωή του ελεύθερα και με ασφάλεια, όταν η ανίατη αρρώστια ή τα βαθιά γεράματα δεν οδηγούσαν πουθενά παρά μόνον στην αύξηση των πόνων και στην αναξιοπρέπεια.
Η επικούρεια οδός ως φιλοσοφική βάση για την θεσμοθέτηση του “καλῶς ἀποθνῄσκειν” νομίζω ότι μπορεί να αποτελέσει στήριγμα για να πάμε ένα βήμα παραπέρα σχετικά με την ευδαιμονία μας.

καλῶς ζῆν και καλῶς ἀποθνῄσκειν

Βιβλιογραφία

-Βίος Επίκουρου, Διογένης Λαέρτιος Ι http://epicuros.gr/keimena/k_epic_bios_laertios.htm
-Cornelius Nepos: Life of Atticus http://www.attalus.org/translate/atticus.html
-Ευάγγελος Πρωτοπαπαδάκης, Επικούρειες απόψεις περί ευθανασίας, Πρακτικά - 4ο Πανελλήνιο Συμπόσιο Επικούρειας Φιλοσοφίας, 2014
-Ειρήνη Τσουκαλοχωρίτου, Ευθανασία: Ηθικοί Προβληματισμοί, ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ, 2012
-ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΑΡΙΑ, ΕΥΘΑΝΑΣΙΑ, ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ, 2016 http://apothetirio.teiep.gr
-Αγγελική Πετροπούλου, "Αρχαίες Πρακτικές Ευθανασίας:Κέα και Μασσαλία", http://www.academia.edu
http://www.ethnos.gr/koinonia/arthro/ithika_dilimmata_gia_to_dikaioma_stin_euthanasia-64485955/

Παραπομπές

1.NON FUI, FUI, NON SUM, NON CURO - Δεν υπήρχα, υπήρξα, δεν υπάρχω, δε με νοιάζει..
2.Σενέκας, Για μια ευτυχισμένη Ζωή", εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ. “Λένε επίσης ότι ο επικούρειος φιλόσοφος Διόδωρος, που τις τελευταίες μέρες έθεσε με το χέρι του τέρμα στη ζωή του, δεν ακολουθούσε τα διδάγματα του Επικούρου όταν έκοβε το λαιμό του. Μερικοί εκλαμβάνουν την πράξη του αυτή ως παραλογισμό, άλλοι ως απερισκεψία- εκείνος όμως, ευτυχής και με πλήρη συνείδηση, έδωσε μαρτυρία για την πράξη του, καθώς αποχωρούσε από τη ζωή. Επαίνεσε τη γαλήνη των χρόνων που πέρασε αγκυροβολημένος με ασφάλεια στο λιμάνι και είπε κάποιες λέξεις που σεις ποτέ δε θα θέλατε ν' ακούσετε, σαν να ήταν να επαναλάβετε και σεις την ίδια πράξη: "έζησα: Και απόσωσα της τύχης μου το δρόμο".”
3.Cornelius Nepos Vitae Atticus - “Hos ut venisse vidit, in cubitum innixus `Quantam' inquit `curam diligentiamque in valetudine mea tuenda hoc tempore adhibuerim, cum vos testes habeam, nihil necesse est pluribus verbis commemorare. Quibus quoniam, ut spero, satisfeci, me nihil reliqui fecisse, quod ad sanandam me pertineret, reliquum est, ut egomet mihi consulam. 6 Id vos ignorare nolui. Nam mihi stat alere morbum desinere. Namque his diebus quidquid cibi sumpsi, ita produxi vitam, ut auxerim dolores sine spe salutis. Quare a vobis peto, primum, ut consilium probetis meum, deinde, ne frustra dehortando impedire conemini'.

.........................