Κείμενα Επικούρειας Φιλοσοφίας

*Η παρακάτω δημοσίευση, έχει αναρτηθεί με την άδεια των εκδοτών


Οι Ρωμαίοι υπό Ελληνική Δουλεία, Τομ Χίλλαρντ

Μετάφραση: Κατερίνα Κωτσιοπούλου- Καρνέζη, Δικηγόρος LL.M.]

Πρωτότυπο αγγλικό κείμενο “Romans in Greek Thrall” του Tom Hillard, Καθηγητή Αρχαίας Ιστορίας του Πανεπιστημίου Macquarie του Σύδνεϋ (Αυστραλία), που δημοσιεύτηκε στο Australian Archaeological Institute of Athens Bulletin 8: 15-21, 2012 (Δελτίο Αυστραλιανού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου των Αθηνών Τόμος 8, σελ. 15–21, 2012). Πρώτη δημοσίευση στην Ελλάδα, "Επικούρεια Φιλοσοφία - Β' Ανθολόγιο", Έκδοση Φίλων Επικούρειας Φιλοσοφίας(2013).

Το παρόν είναι μία συντομευμένη έκδοση της ομιλίας που δόθηκε κατά την διάρκεια ενός σεμιναρίου στον ξενώνα του Αυστραλιανού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου των Αθηνών (ΑΑΙΑ) τον Απρίλιο του 2011. Είμαι ευγνώμων στον Καθηγητή Αλέξανδρο Καμπίτογλου για την πρόσκληση να απευθυνθώ στους Φίλους του ΑΑΙΑ και σε όσους παρευρέθηκαν, ειδικά τους Φίλους της Επικούρειας Φιλοσοφίας του «Κήπου Αθηνών» (και προπαντός τον Δρ. Χρήστο Γιαπιτζάκη) από τους οποίους έμαθα πολλά. Θα ήθελα με την ευκαιρία να ευχαριστήσω ιδιαίτερα για την ζεστή τους φιλοξενία στην Αθήνα τους κ. Anne Hooten (Αγορά), Δρ. Bjørn Lovén (Ινστιτούτο της Δανίας), τον Δρ. Σταύρο Πασπαλά και την κ. Ανθούλα Βασιλειάδη, καθώς και τον Δρ. Wayne Mullen για την επισταμένη προσοχή του στις διοικητικές λεπτομέρειες από την πλευρά της Αυστραλίας. Θέλω επίσης να ευχαριστήσω την Janice Gemmel που έθεσε υπόψη μου το σχετικό θέμα με τον Macmillan.

Οι Ρωμαίοι υπό Ελληνική Δουλεία

Θα αρχίσω από εκεί που πρέπει να αρχίζει κάθε κείμενο με ένα τέτοιο τίτλο.

«Graecia capta ferum victorem cepit et artis intulit agresti Latio»

«Η κατακτημένη Ελλάδα κατέκτησε τον νικητή και εισήγαγε τις τέχνες στο αγροίκο Λάτιο».

(Οράτιος, Επιστολές 2.1, 156-157)

Το ρητό αυτό είναι πασίγνωστο. Το παράδοξο αυτό ήταν εντυπωσιακό και ο Οράτιος θα είχε αντιληφθεί πως με αυτή την οξεία αντίφαση είχε πλάσει έναν αξιομνημόνευτο αφορισμό. Ο ίδιος αναπτύσσει την φράση του με μια συνοπτική επεξήγηση. Η Ελλάδα “αν και είχε κατακτηθεί με το σπαθί”, νίκησε τους κατακτητές της χάρη στον ανώτερο πολιτισμό της, “εισάγοντας τις τέχνες στο άξεστο Λάτιο”.
Δεν υπαινίσσομαι σε καμία περίπτωση πως θα πρέπει να αγνοήσουμε την σκληρή πραγματικότητα της κατάστασης των Ελλήνων υπό τον Ρωμαϊκό ζυγό. Δεν υπάρχει λόγος να προσπεράσουμε τις παρατηρήσεις του πολυμαθούς και κοσμογυρισμένου Πλούταρχου από την Χαιρώνεια. Ο σκοπός του ήταν να εκπαιδεύσει – και παρόλο που στους Παράλληλους Βίους φαίνεται να εντρυφεί σε μία περασμένη εποχή, είχε πλήρη επίγνωση της “σύγχρονης” πολιτικής κατάστασης:[1]

“Σήμερα, που οι υποθέσεις των πόλεων πλέον δεν περιλαμβάνουν την ηγεσία στον πόλεμο, ούτε την ανατροπή της τυραννίας, ούτε την δημιουργία συμμαχιών, ποιο θεμέλιο για μία ένδοξη και λαμπρή σταδιοδρομία μπορεί να έχει ένας άνδρας;” (Πλούταρχος, Πολιτικές παραγγελίες περί δημοκρατίας 10 [Ηθικά 805Α]).

Είναι φανερή η νοσταλγική λαχτάρα του για τα μεγαλεία του παρελθόντος (την οποία στους Βίους του φαίνεται να τρέφει και να ικανοποιεί), αλλά είναι απόλυτα ρεαλιστής όταν πρόκειται να συμβουλεύσει έναν νεαρό άνδρα που κάνει τα πρώτα του βήματα στον δημόσιο βίο. Η Ελλάδα αποτελούσε τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας για σχεδόν διακόσια χρόνια.

«Τόσο οι εμφύλιοι όσο και οι πόλεμοι με ξένους έχουν εκλείψει και εξαφανιστεί –και οι άνθρωποι έχουν τόση ελευθερία όση τους μοιράζουν αυτοί που βρίσκονται στην εξουσία– και ίσως δεν ωφελεί να έχουν περισσότερη. Όταν ο Περικλής φόρεσε τον μανδύα του στρατηγού», συμβουλεύει ο Πλούταρχος τον νεαρό του φίλο, «θύμιζε στον εαυτό του: “Πρόσεχε, Περικλή. Διοικείς ελεύθερους ανθρώπους. Διοικείς Έλληνες, Αθηναίους πολίτες''. Ο πολιτικός στην εποχή μας πρέπει να θυμίζει στον εαυτό του: “Διοικείς ως υπήκοος. Διοικείς μία πόλη σύμφωνα με τις εντολές των ανθυπάτων. Δεν θα πρέπει να υπερηφανεύεσαι για τον εαυτό σου, ούτε να δείχνεις πίστη στα αξιώματα, όταν η μπότα του γερουσιαστή βρίσκεται πάντα πάνω από το κεφάλι σου.”» (Πλουτ. Παραγγελίες 17 [Ηθ. 813Ε]).

«Στις ιδιωτικές και στις δημόσιες συζητήσεις ο πολιτικός πρέπει να διαφωτίζει τους άλλους για την αδυναμία των Ελληνικών υποθέσεων. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι σώφρονες άνθρωποι εκμεταλλεύονται την μοναδική ευκαιρία που τους προσφέρεται, να ζήσουν ήρεμα και αρμονικά. Η Τύχη δεν έχει αφήσει κάποιο βραβείο για το οποίο να αγωνιστεί κανείς. Ποια εξουσία έχει ο νικητής; Ποια δύναμη έχει κανείς όταν ο μικρός βαθμός ενός ανθύπατου μπορεί να την καταστρέψει ή να την μεταφέρει σε κάποιον άλλο;” (Πλουτ. στο ανωτέρω).

Αυτή το αίσθημα της παραίτησης είναι κατανοητό, μολονότι υπήρχαν κάποιες διέξοδοι. Το 1943, ο μελλοντικός πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας Harrold Macmillan έγραψε σε έναν φίλο:
«Εμείς, αγαπητέ μου Crossman, είμαστε Έλληνες μέσα σε αυτήν την Αμερικανική Αυτοκρατορία. Θα βρεις τους Αμερικανούς σχεδόν όπως βρήκαν οι Έλληνες τους Ρωμαίους: ιδιαίτερα πληθωρικούς, πρόστυχους, φασαριόζικους ανθρώπους, πιο ρωμαλέους από εμάς και παράλληλα πιο νωθρούς, με περισσότερες ακηλίδωτες αρετές αλλά επίσης πιο διεφθαρμένους. Πρέπει να λειτουργήσουμε -το Στρατηγείο των Συμμαχικών Δυνάμεων- με τον ίδιο τρόπο που οι Έλληνες δούλοι λειτουργούσαν τις επιχειρήσεις του Αυτοκράτορα Κλαύδιου».[2]

Ο Οράτιος, επίσης, έχοντας εμπνευστεί αυτήν την ευκολομνημόνευτη αποστροφή του λόγου, γνώριζε πολύ καλά πως μέσα σε αυτήν την ανώμαλη εισαγωγή σε κάποιο φανταστικό θριαμβευτικό ποίημα fasti βρισκόταν ένα βαθυστόχαστο παράδοξο, απαιτώντας μία εξήγηση της φύσης του Ελληνικού θριάμβου. (Παρόλο που θα μπορούσε να μετρήσει τον αριθμό των δικών του δούλων στα δάχτυλα δύο χεριών, τουλάχιστον ο ένας ήταν Έλληνας, όπως ο ίδιος μας αφήνει να πιστέψουμε).
Ο Harrold Macmillan δείχνει τον δρόμο. Οι Έλληνες είχαν απομείνει με κάτι για το οποίο θα μπορούσαν να είναι περήφανοι (και ήταν πράγματι). Κι αυτό ήταν το πολιτιστικό κεφάλαιο, τα διανοητικά και σαγηνευτικά ταλέντα τους. Και ο θρίαμβός τους δεν ήταν κάτι το πρόσφατο λόγω πολιτιστικής επιμιξίας. Τα θεμέλια είχαν τεθεί προ πολλού. Το εύστοχο ρητό του Ορατίου διαστρεβλώνει την χρονολογική σειρά και τοποθετεί την Ελληνική αντεπίθεση μετά την ήττα των Ελληνικών όπλων. (Υποτίθεται ότι θα πρέπει να σκεφτούμε μόλις το 146 και την λεηλασία της Κορίνθου;).
Ο Τίτος Λίβιος μπορεί πράγματι να αναφέρει πηγές που επιμένουν πως τον τέταρτο αιώνα π.Χ. τα αγόρια στη Ρώμη κατά κανόνα μορφώνονταν με γράμματα των Ετρούσκων, παρά των Ελλήνων “όπως κάνουν στην εποχή μας” (9.36.4), όμως οι Ελληνικές πολιτιστικές επιρροές αποτελούσαν από καιρό μία συνιστώσα στον Ρωμαϊκό κόσμο.

“Δεν υπάρχει μήτε χρόνος μήτε τόπος”, διακηρύσσει ο Arnaldo Momigliano, “όπου οι Ρωμαίοι να ήταν ελεύθεροι από Ελληνικές επιρροές”.[3]

Εννοεί, φυσικά, ότι ήδη από την συμβατική ημερομηνία της ίδρυσης της Ρώμης οι Έλληνες ήταν ολότελα εγκατεστημένοι στα Ιταλικά παράλια. Η αρχαιότερη γνωστή επιγραφή στην Ελληνική γλώσσα (γράμματα σε πήλινο όστρακο) –και εννοείται πως ήταν η αρχαιότερη σε όλον τον κόσμο– βρέθηκε στους Γάβιους (Gabii), λίγο έξω από την Ρώμη, και χρονολογείται από τις αρχές του 8ου αιώνα. Και, σύμφωνα με την παραδοσιακή ιστορία (Ρωμύλος, Πλούταρχος 6.1), όταν ο Ρωμύλος και ο Ρώμος, οι ιδρυτές πατέρες της Ρώμης, έμαθαν γράμματα τα έμαθαν στους Γάβιους:

«... Αφού τα παιδιά απογαλακτίστηκαν στάλθηκαν από αυτούς που τα ανέτρεφαν στους Γάβιους, μία πόλη όχι μακριά από τον Παλατίνο λόφο, για να διδαχθούν την Ελληνική παιδεία˙...μάθαιναν γράμματα, μουσική, και την χρήση των Ελληνικών όπλων μέχρι που μεγάλωσαν και έγιναν άντρες». (Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς, Ρωμαϊκή Αρχαιολογία 1.84.5).

Κανένας σύγχρονος αναγνώστης δεν χρειάζεται να πιστέψει τα παραπάνω, αλλά αυτό παραμένει μία ενδιαφέρουσα πολιτισμική “ανάμνηση”. Οι Ρωμαίοι για πολύν καιρό αισθάνονταν εκτός των πολιτισμικών τεκταινομένων και έριχναν κλεφτές ματιές. Στον έσχατο κίνδυνο, σαν περιθωριακοί ικέτες, στράφηκαν στους Δελφούς. Το 216, στον απόηχο της καταστροφικής μάχης των Καννών, ξαναγύρισαν στην ανθρωποθυσία (με Απολλώνια διαταγή) και συμβουλεύτηκαν το μαντείο ευθέως (και όχι για πρώτη φορά, σύμφωνα με την ιστορική παράδοση).[4] Ο αρχηγός αυτής της αποστολής, ο Φάβιος Πίκτορ (Fabius Pictor), είχε αναπτύξει ή θα ανέπτυσσε σύντομα μία αίσθηση της ιστορίας, που χωρίς αμφιβολία διεγέρθηκε (αν όχι δημιουργήθηκε) εξαιτίας αυτού του ταξιδιού στο κέντρο της Γης. Ήταν αυτός που θα έγραφε Ιστορία, την πρώτη ιστορία της Ρώμης. Και θα την έγραφε στα Ελληνικά.
Μέσα σε μόλις δύο δεκαετίες, οι Ρωμαίοι, έχοντας επιστρέψει στην Ελλάδα με στρατιωτική ισχύ, έφεραν μαζί τους την Ιστορία και θα μπορούσε να πει κανείς ότι το έκαναν αυτό με κάποια εκδικητικότητα. Το 196, στους Δελφούς ο Τίτος Κουίνκτιος Φλαμίνιος (Titus Quinctius Flaminius) κατέγραψε στα αφιερώματα ένα εκπληκτικό μήνυμα:

«Γιοι του Δία, που ευφραίνεστε με την ταχεία ιππική τέχνη, και Τυνδαρείδες, βασιλείς της Σπάρτης, ο Τίτος των Αινειάδων (δηλαδή, απόγονος του Τρώα Αινεία) σας έφερε το πιο πολύτιμο από όλα τα δώρα. Για τους γιους των Ελλήνων, έχει διαμορφώσει τις συνθήκες για την Ειρήνη». (Πλουτ. Φλαμινίνος 12.6.). Πραγματικά, αυτός είναι ένας απρόσμενος επίλογος στον Τρωικό Πόλεμο.

Μισό αιώνα αργότερα, ο Ρωμαίος ιστορικός Ακίλιος (Acilius) έγραφε ακόμα Ρωμαϊκή Ιστορία στα ελληνικά και απολογούνταν στο ελληνομαθές αναγνωστικό κοινό για τυχόν σολοικισμούς. Οι Ρωμαίοι θα συνέχιζαν να απολογούνται μέχρι τον πρώτο αιώνα. Ο εκλεπτυσμένος Λεύκιος Λικίνιος Λούκουλος (Lucius Licinius Lucullus) είπε πως έχει διασπείρει κάποιους βαρβαρισμούς μέσα στο έργο του ώστε οι αναγνώστες του να είναι πρόθυμοι να πιστέψουν πως αυτό έχει γραφτεί από έναν Ρωμαίο! (Κικέρων Επιστολές στον Αττικό 1.19.10). Αυτή η πολιτισμική δουλοπρέπεια, όπως αυτή που επιδείχθηκε από τον Ακίλιο, εξόργιζε τον στρυφνό Κάτωνα τον πρεσβύτερο, που είχε, μέσα στην ίδια γενιά, γράψει την πρώτη Ιστορία της Ρώμης στα Λατινικά. Μέχρι αυτό το σημείο, παρόλα αυτά, ο αντίκτυπος είχε τον χαρακτήρα μιας πλημμύρας –ακόμη και ο ίδιος ο λόγος του Κάτωνα, όπως καταγράφει θριαμβευτικά ο Πλούταρχος, ήταν διανθισμένος με ελληνικούς υπαινιγμούς. Καθώς διαβάζει κανείς τον Βίο του Κάτωνα από τον Πλούταρχο, φαίνεται σαν να συνέβαινε μία πάλη για την ίδια την ψυχή της Ρώμης. Οι εκδηλώσεις αυτής της πάλης στην τέχνη, την αρχιτεκτονική και την ρητορική είναι πολύ γνωστές.[5]
Αλλά ήταν η φιλολογία και η φιλοσοφία που διείσδυσαν σε μεγαλύτερο βάθος στη Ρώμη. Ο Κάτων είδε κυρίως τους κινδύνους από αυτό (και ο Πλούταρχος, παρά την εκτίμηση που επέδειξε κατά την σύνθεση του πορτραίτου του εμβληματικού Κάτωνα, δυσκολεύτηκε να αποδεχτεί αυτό το στοιχείο):

«Ο Κάτων κήρυξε με το ύφος ενός προφήτη ή ενός μάντη ότι η Ρώμη θα έχανε την Αυτοκρατορία της εάν μολυνόταν από τα Ελληνικά γράμματα. Αλλά ο χρόνος με βεβαιότητα έχει αποδείξει την κενότητα αυτού του αρρωστημένου λόγου, διότι ενώ η πόλη βρίσκεται στο ζενίθ της αυτοκρατορίας της, μετατρέπει κάθε μορφή ελληνικής μόρφωσης και πολιτισμού σε δική της». (Πλούταρχος, Κάτων ο πρεσβύτερος 23.2-3).

Η εκπαίδευση ήταν άμεση, με την Ρωμαϊκή ελίτ να απολαμβάνει τις υπηρεσίες παιδαγωγών που δίδασκαν έναν τρόπο ζωής. Αυτού του είδους η εκπαίδευση γινόταν σαγηνευτική μέχρι του σημείου της αποπλάνησης, μερικές φορές μάλιστα με την κυριολεκτική έννοια του όρου. Και είναι αξιομνημόνευτο το πλήθος των υψηλού επιπέδου διδασκαλιών που διεξάγονταν με έναν σχεδόν δουλικό τρόπο (δηλαδή, όταν η εκπαίδευση δεν διεξαγόταν κυριολεκτικά από δούλους).
Είμαι ιδιαίτερα εντυπωσιασμένος από ένα περιστατικό που θα έφερνε ένα λοξό χαμόγελο στο πρόσωπο του Harrold Macmillan:

«Λέγεται επίσης πως [ο Μάρκος Λικίνιος Κράσσος (Marcus Licinius Crassus), ο συνεργάτης του Πομπήιου και του Καίσαρα] ... ήταν κάτι σαν φιλόσοφος, εντάσσοντας τον εαυτό του στους μαθητές του Αριστοτέλη, για τον οποίο είχε [κάποιον] Αλέξανδρο για δάσκαλο. [Ο Αλέξανδρος] επέδειξε μία αξιοπρόσεκτα καλή ιδιοσυγκρασία και ηπιότητα χαρακτήρα στην σχέση του με τον Κράσσο˙ επειδή δεν είναι εύκολο να πούμε εάν ήταν φτωχότερος πριν ή μετά από τις σχέσεις του με τον μαθητή του. Σε κάθε περίπτωση όμως, ήταν ο μοναδικός από τους φίλους του Κράσσου που πάντα τον συνόδευε όταν πήγαινε στο εξωτερικό, και τότε μάλιστα λάμβανε έναν μανδύα για το ταξίδι, τον οποίο (ο Κράσσος) τού ζητούσε να δώσει πίσω όταν επέστρεφαν". (Πλούταρχος, ο Βίος του Κράσσου 3.3-4).

Η λέξη “φίλος” θα έπρεπε να βρίσκεται σε εισαγωγικά. Ήταν ένας ευφημισμός, που άμβλυνε την πραγματικότητα της κοινωνικής ιεραρχίας με ευγενικά παραπλανητική γλώσσα. Ο Ρωμαίος ήταν ένας πελάτης. Είμαι συγκλονισμένος, όπως εμφανώς ήταν και ο Πλούταρχος, από την εικόνα του Αλέξανδρου να παραδίδει την ταξιδιωτική του paenula (μανδύας) στο βεστιάριο, post reditum (μετά την επιστροφή). Υπήρχε γνήσια επιρροή, οι διανοούμενοι όμως που εμπλέκονταν καταλάμβαναν συχνά μία απλώς παρασιτική θέση. Η Ελληνική “νίκη” απαιτούσε λεπτούς χειρισμούς.
Και όμως, ο ρόλος αυτών των συμβούλων ήταν μερικές φορές υψίστης σημασίας. Ο Θεοφάνης από τη Μυτιλήνη έγινε ένας μόνιμος σύντροφος και σύμβουλος του Πομπήιου του Μεγάλου (Gnaeus Pompeius Magnus). Επίσης, έγραψε μια Ιστορία στην οποία υμνούσε τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του Πομπήιου ενάντια στον μεγαλύτερο εχθρό της Ρώμης, τον Μιθριδάτη του Πόντου. Λαμβάνοντας αυτό υπόψη ο Πομπήιος, κατά την επιστροφή του από την Ανατολή ως ήρωας κατακτητής, έδωσε μονομερώς στην Μυτιλήνη την “ελευθερία” της. Και λαμβάνοντας αυτό το τελευταίο υπόψη, η Μυτιλήνη με την σειρά της απέδωσε μεταθανάτιες τιμές στον Θεοφάνη, που ήταν ισάξιες με αυτές που άρμοζαν στους θεούς. Ο Θεοφάνης ταυτίστηκε με τον Ελευθέριο Δία, αναγνωρίστηκε ως Σωτήρας και ανακηρύχτηκε “ο δεύτερος ιδρυτής της πατρογονικής γης”.[6]
Όταν ο Οκταβιανός (ο μελλοντικός Αύγουστος) κατέλαβε την πόλη της Αλεξάνδρειας το 30 π.Χ., ανακοίνωσε στους τρομοκρατημένους κατοίκους ότι σκόπευε να δείξει έλεος στην πόλη χάρη στον σεβασμό του για τον Μέγα Αλέξανδρο (τον ιδρυτή της), χάρη στην μεγαλοπρέπεια της ίδιας της πόλης και χάρη του φίλου του, του Αλεξανδρινού Άρειου Δίδυμου.[7] Ο Άρειος είχε εκπαιδεύσει τον Οκταβιανό στην Στωική φιλοσοφία και η ωφέλιμη επιρροή του στον Αύγουστο μνημονευόταν για καιρό. Ο Θεμίστιος, ο λόγιος ακόλουθος της Αριστοτελικής σχολής και αυτό-ανακηρυχθείς φιλόσοφος ο οποίος άκμασε τον τέταρτο αιώνα μ.Χ., αν και ίσως είχε και τους δικούς του λόγους για να διαδίδει αυτήν την παράδοση, ισχυριζόταν πως ο Αύγουστος δεν εκτιμούσε τον Άρειο λιγότερο από όσο εκτιμούσε το “δεξί του χέρι”, τον Αγρίππα.
Το ειδικότερο ενδιαφέρον μου όμως επικεντρώνεται σε έναν λόγιο Επικούρειο του πρώτου αιώνα π.Χ., τον Φαίδρο Λυσιάδου Βερενικίδη. Του αξίζει η προσοχή μας, καθώς υπερβολικά συχνά ξεγλιστρά από τα δίχτυα πολλών βιβλίων για την Ελληνιστική Αθήνα, ακόμα και σε περιπτωσιολογικές μελέτες για την Ελληνιστική φιλοσοφία. Στον δικό του κόσμο όμως, δεν ήταν κάποιος που παρέμεινε στην σκιά. Υπήρξε για κάποιο διάστημα ο επικεφαλής καθηγεμόνας του Επικούρειου Κήπου –περίπου από το 75 έως το 70 π.Χ.-, ήταν ιδιαίτερα γνωστός στην ρωμαϊκή ελίτ (για τα μέλη της οποίας ήταν philosophus nobilis, ευγενής φιλόσοφος) και ένας επιφανής άνδρας του δημοσίου βίου στην Αθήνα. Ο πατέρας του είχε διατελέσει άρχοντας κατά την προηγούμενη γενιά, όπως και ο γιος του θα διατελούσε κατά την επόμενη.[8] (Θα ήταν σφάλμα να πιστέψει κανείς πως η Επικούρεια αφοσίωση σε έναν βίο στον οποίο δεν έχουν θέση οι μη αναγκαίες ανησυχίες αποκλείει την ανάληψη δημόσιας υπηρεσίας.)
Ας μου επιτραπεί να επανέλθω στον σεβασμό που έτρεφαν οι σύγχρονοί του Ρωμαίοι για τον Φαίδρο. Αυτός επισκέφθηκε την Ρώμη την περίοδο που ο Κικέρων (γεννημένος το 106) διέπλαθε τον “χαρακτήρα της παιδικής του ηλικίας”. Η χρονολογική τοποθέτηση όμως επιδέχεται αντιρρήσεις.
Γνωρίζουμε πως ο Φαίδρος ήταν στην Αθήνα το 94/3, αφού ανέφερε ένα περιβόητο γεγονός ρωμαϊκής ανυπομονησίας με διάφορες προεκτάσεις και λεπτές αποχρώσεις. Μαθαίνουμε ότι ο Λ. Γέλλιος Πουμπλίκολα (L. Gellius Publicola), που βρισκόταν εκείνον τον καιρό ως ανθύπατος στην Ελλάδα (και προφανώς καθόλου υπό την Ελληνική πνευματική δουλεία), συγκάλεσε τους φιλοσόφους στην κατοικία του, και τους παρότρυνε να σταματήσουν να φιλονικούν και να έλθουν σε κάποια ομοφωνία “από φόβο να μην σπαταλήσουν την ζωή τους στην λογομαχία”. Για την επίτευξη αυτού του σκοπού μάλιστα προσέφερε τις διαμεσολαβητικές υπηρεσίες του! Ο Κικέρων μάς διαβεβαιώνει πως ο Πουμπλίκολα αστειευόταν (Περί Νόμων 1.53). Παρόλα αυτά, ο Φαίδρος θα μπορούσε να είναι βέβαιος πως θα έβρισκε πιο ευήκοα ώτα στην ίδια την Ρώμη, και φαίνεται πως την επισκέφθηκε και κάποιο καιρό αργότερα. (Η διερεύνηση του αντίκτυπου των Επικούρειων στην Ιταλία απαιτεί μία άλλη πραγματεία. Η συγκέντρωση των Επικούρειων στις Ακτές της Νεάπολης και ιδιαίτερα η επιρροή του Φιλόδημου από τα Γάδαρα, πιθανώς κατοίκου στην φημισμένη Έπαυλη των Παπύρων στο Ερκολάνο, έχει τύχει ιδιαίτερης προσοχής).
Συνήθως εικάζεται πως ο Φαίδρος έφυγε από την Αθήνα την περίοδο του φιλομιθριδατικού καθεστώτος των Αθηνίωνα/Αριστίωνα. Υπάρχει αναφορά και για άλλους διανοούμενους που εγκατέλειψαν την πόλη την ίδια περίοδο. Και ο Φαίδρος ίσως ήταν δικαιολογημένος να θεωρήσει πως το να επιτύχει το ιδανικό “λάθε βιώσας” (όπως το έθετε το Επικούρειο ρητό) την δεδομένη στιγμή θα ήταν δύσκολο. Αφήνοντας στην άκρη το πρόβλημα εάν ο Αθηνίων και ο Αριστίων ήταν το ίδιο και το αυτό πρόσωπο, η ίδια η φιλοσοφία μπορεί να είχε καταστρατηγηθεί. Οι πηγές περιγράφουν τον Αθηνίωνα ως έναν Περιπατητικό και τον Αριστίωνα ως έναν Επικούρειο.[9]
Οι πηγές είναι στο σύνολό τους επιθετικές και επιδίδονται στην περιγραφή δραματικών λεπτομερειών των ακροτήτων του καθεστώτος. Όπως επέμειναν όμως οι Επικούρειοι φίλοι του Κήπου Αθηνών κατά την ομιλία μου, είναι απαραίτητη μία δόση σκεπτικισμού όταν μελετάμε “ιστορικές” μαρτυρίες που προέρχονται από όσους είχαν ανταγωνιστικές φιλοσοφικές πεποιθήσεις. Πάντως, ο Φαίδρος ίσως θεώρησε πως ήταν καλή χρονική συγκυρία για μία περιοδεία διαλέξεων στην Δύση.
Στην Ρώμη, ο Φαίδρος ήταν πολύ ευπρόσδεκτος. Ο Κικέρων αναγνωρίζει πως ήταν βαθιά εντυπωσιασμένος (έως ότου αργότερα μεταστράφηκε στην Ακαδημία). Ο φίλος του ο Τίτος Πομπόνιος Αττικός (Titus Pomponius Atticus), ωστόσο, ήταν συνεπαρμένος. Θα εξακολουθούσε πάντα να αγαπάει τον Φαίδρο, ο Κικέρων μάλιστα αναφερόταν στο συναίσθημά του για αυτόν τον άνδρα σαν αληθές πάθος.[10] Ο ίδιος ο Κικέρων, παρά την προκατάληψή του κατά του Επικουρειανισμού, έμεινε πιστός στην άποψή του πως ο Φαίδρος ήταν ένας άνδρας μεγάλης αξίας και ένα πνευματικό σημείο αναφοράς. Τον Αύγουστο του 45 π.Χ., όταν έγραφε την πραγματεία του Περί της Φύσεως των Θεών, ένα έργο που ερευνούσε τις ποικίλες φιλοσοφικές θεωρήσεις για το θείο, ο Κικέρων έγραψε στον Αττικό και ζήτησε να του δανείσει το έργο του Φαίδρου σε αυτόν τον τομέα (Αττ. 13.39.2).
Η παραμονή του Φαίδρου στην Ρώμη δεν ήταν μακρά. Την 1η Μαρτίου του 86 π.Χ., η Αθήνα κατακτήθηκε ξανά από τον ρωμαϊκό στρατό, υπό τις διαταγές ενός άνδρα που έμελε να χαράξει το όνομά του με αίμα τόσο στην Αθήνα όσο και αργότερα στην ίδια τη Ρώμη: τον Λεύκιο Κορνήλιο Σύλλα (Lucius Cornelius Sulla). Έπειτα, βρίσκουμε στην Αθήνα τόσο τον Αττικό όσο και τον Φαίδρο. Εάν υποθέτουμε σωστά πως ο Φαίδρος εγκατέλειψε την Αθήνα γύρω στο 89/88 επειδή θεώρησε την εξωτερική πολιτική του φιλομιθριδατικού καθεστώτος ως εσφαλμένη, τότε ίσως να πρόσφεσε στον Αττικό ένα φιλοσοφικό πρότυπο. Ο Αττικός, όπως μαθαίνουμε από τον φίλο του Κορνήλιο Νέπωτα (Cornelius Nepos, Αττικός 2), έκρινε πως η κοινωνική αναταραχή στην Ρώμη ήταν τέτοια που ένας άνδρας της δικής του θέσης δεν θα μπορούσε να ζήσει με τον τρόπο που του υπαγόρευε η αξιοπρέπειά του (dignitas) χωρίς να αδικήσει το ένα μέρος ή το άλλο. Έκρινε την εποχή κατάλληλη για να ασχοληθεί με τις πολιτιστικές του αναζητήσεις. Στην Αθήνα, παρόλα αυτά, είχε μεγάλο κύρος.

«Εκεί ζούσε με τέτοιον τρόπο που δικαίως ήταν αγαπητός σε όλους τους Αθηναίους. Επειδή ...συχνά ανακούφιζε τις δημόσιες ανάγκες με τον πλούτο του. Για παράδειγμα, όταν η πόλη χρειαζόταν να διαπραγματευτεί ένα δάνειο και δεν μπορούσε να το κάνει με δίκαιους όρους, πάντα έσπευδε στην διάσωσή της... Προσέθεσε στις υπηρεσίες του και ακόμα μία πράξη γενναιοδωρίας, καθώς οργάνωσε μία διανομή σίτου σε όλο τον λαό της Αθήνας». (Νέπως, Αττικός 2.4-6 [μτφρ. Loeb]).

H άφιξή του στην Αθήνα ήταν τόσο επίκαιρη που δεν πρέπει να την υποτιμήσουμε. Οι Αθηναίοι είχαν υποφέρει εξαιρετικά. Θα μπορούσαμε να αφήσουμε στην άκρη την προκατειλημμένη εξιστόρηση των δεινών υπό το φιλομιθριδατικό καθεστώς (Αθήναιος Δειπνοσοφισταί 5.211Δ – 214Ε), αλλά η καταστροφή που προκλήθηκε από την πολιορκία του Σύλλα και την ακόλουθη άλωση της πόλης ήταν φρικτή.[11] Ο προάγγελος ήταν η πυρετώδης καταστροφή του άλσους της Ακαδημίας για την προμήθεια της απαιτούμενης ξυλείας για τις πολιορκητικές μηχανές. (Το Λύκειο επίσης καταστράφηκε). Μέσα στα τείχη, οι πεινασμένοι από τον μακροχρόνιο αποκλεισμό πολίτες κατέφυγαν στην φοβερή πρακτική του καννιβαλισμού (ή αυτό ισχυρίστηκαν οι νικητές).
Ο Σύλλας “έδειξε έλεος στην ίδια την πόλη”, αλλά διέταξε τα στρατεύματά του να επιτεθούν στους κατοίκους – για την αρχαιότητα το ισοδύναμο με μία βόμβα νετρονίων. Ο Κεραμεικός, το σημείο στο οποίο ο Σύλλας έριξε τα τείχη, είχε γεμίσει με αίμα.

«Ο ίδιος ο Σύλλας οδήγησε τα στρατεύματά του μέσα στην πόλη τα μεσάνυχτα. Το θέαμα γινόταν τρομερό από τις πολλές τρομπέτες και τις σάλπιγγες που ηχούσαν, και από τις ιαχές των [Ρωμαίων] στρατιωτών που τώρα αφήνονταν ανεξέλεγκτοι για λεηλασία και σφαγή, καθώς αυτοί ορμούσαν στα στενά δρομάκια με τα ξίφη υψωμένα. Δεν ήταν δυνατόν, κατά συνέπεια, να μετρηθούν οι νεκροί, αλλά το πλήθος τους καθορίζεται μέχρι και σήμερα από τον χώρο που καλύφθηκε με το αίμα τους. Επειδή, χωρίς να αναφέρουμε αυτούς που σκοτώθηκαν αλλού μέσα στην πόλη, το αίμα που χύθηκε στην Αγορά κάλυψε όλον τον Κεραμεικό μέσα από το Δίπυλο˙ πολλοί πράγματι λένε πως κύλησε μέσα από την Πύλη και πλημμύρισε το προάστιο”. (Πλουτ. Σύλλας 143-4).

«Οι αποδυναμωμένοι υπερασπιστές κατατροπώθηκαν αμέσως... και μία άσπλαχνη και μεγάλη σε έκταση σφαγή άρχισε. Οι κάτοικοι ήταν, εξαιτίας της έλλειψης τροφής, πολύ αδύναμοι για να φύγουν και ο Σύλλας διέταξε ένα αιματοκύλισμα χωρίς διάκριση, χωρίς να δείχνει έλεος σε γυναίκες ή παιδιά... Οι περισσότεροι Αθηναίοι μόλις άκουσαν την διαταγή έσπευσαν εθελοντικά να πέσουν πάνω στα ρωμαϊκά σπαθιά... Ο Σύλλας απαγόρευσε να κάψουν την πόλη, αλλά έδωσε την άδειά του να την λαφυραγωγήσουν». (Αππιανός, Μιθριδάτης 38).

Η σωτηρία των ονομαστών δημοσίων κτιρίων της Αθήνας ήταν σχετική. Οι οχυρώσεις της, φυσικά, έγιναν στόχος. Τα Μακρά Τείχη έπεσαν και δεν υψώθηκαν ποτέ ξανά. Στην απεικονιστική στρωματογραφία της Αγοράς φαίνεται πως η εισβολή του Σύλλα προσέθεσε μία στρώση καταστροφής˙ και αυτά που υπέφεραν περισσότερο ήταν τα νοτιοδυτικά τμήματα. Τα αρχαιολογικά στοιχεία δείχνουν ζημία inter alia (ανάμεσα στα άλλα) στην Θόλο, την νοτιοδυτική Κρήνη και το μέρος που παραδοσιακά είχε ταυτιστεί με την Ηλιαία(τα Δικαστήρια). Η περιοχή μάλλον υπήρξε πεδίο μάχης˙ έχουν βρεθεί εκεί μπάλες από ρωμαϊκούς καταπέλτες. Η νότια πλευρά της Αγοράς, έπειτα από μία περίοδο ερήμωσης, δόθηκε σε ιδιωτικές βιοτεχνίες (αγγειοπλάστες, μεταλλουργούς κ.λπ.).
Η περιοχή δεν ανέκαμψε μέχρι την εποχή του Αδριανού. (Εν τω μεταξύ, κτήρια της Ρωμαϊκής εποχής χτίστηκαν από υλικά που αφαιρέθηκαν από αυτά τα “ερείπια”). Το περίπλοκο σύστημα ύδρευσης του Βουλευτηρίου και της Θόλου καταστράφηκε. Η καταστροφή σε αυτή την περιοχή, επομένως, δεν ήταν μόνο υλική. Καταστράφηκε η υποδομή της αστικής διακυβέρνησης για την οποία καυχιόταν η Αθήνα...
Το Ωδείο καταστράφηκε, ως παράπλευρη απώλεια. Οι ασπίδες που κρέμονταν ως αφιερώματα στην Στοά του Ελευθέριου Δία λεηλατήθηκαν (Παυσανίας 10.21.5-6). Είναι μεγάλη η ειρωνεία αυτής της βεβήλωσης του μνημείου της διαφύλαξης της Αθηναϊκής ελευθερίας και εκείνων που έδωσαν την ζωή τους για την Αθήνα. Οι γιγαντιαίοι κίονες του Ολυμπείου δεν ξέφυγαν από την προσοχή του Σύλλα (Πλίνιος, Φυσική Ιστορία 36.45). Αυτοί –ή τα κιονόκρανά τους- μπορεί να στηρίζουν τον ναό του Jupiter Optimus Maximus (του Μεγάλου και Τέλειου Δία) στην Ρώμη.
Η ευεργεσία σε έναν καιρό μεταπολεμικής παλινόρθωσης ήταν επίκαιρη και εκτιμήθηκε ιδιαίτερα.

«Το αποτέλεσμα ήταν πως το κράτος ανταπέδωσε [στον Αττικό] όλες τις πιθανές τιμές και ήθελε να τον κάνει πολίτη της Αθήνας. ...Όσο αυτός ήταν στην Αθήνα, αντιτάχθηκε στην ανέγερση οποιουδήποτε αγάλματος προς τιμή του, αλλά δεν μπορούσε να το αποτρέψει αφότου έφυγε. Και έτσι οι Αθηναίοι έστησαν μερικά προς τιμήν του και προς τιμήν του Φειδία στα πιο ιερά τους μέρη, επειδή τον θεώρησαν σύμβουλο και βοηθό τους στην όλη διοίκηση του κράτους τους». (Νέπως, Αττικός 3).

Ποιος ήταν ο σύντροφός του σε αυτήν την δημόσια επευφημία; Δεν υπάρχει κανένας γνωστός Φειδίας εκείνη την εποχή. Οι σχολιαστές υποψιάστηκαν ένα ορθογραφικό λάθος και πρότειναν ως ορθό το όνομα της Πιλίας (Pilia), της συζύγου του Αττικού ή διάφορες άλλες εναλλακτικές προτάσεις. Ο Αττικός όμως ήταν ανύπανδρος εκείνον τον καιρό και έμεινε ανύπανδρος μέχρι το 56 π.Χ., ενώ είχε φύγει από την Αθήνα ήδη από το 65 π.Χ. Επιπλέον, η σύνταξη της λατινικής φράσης δείχνει πως το δεύτερο πρόσωπο ήταν επίσης ένα προπύργιο της δημόσιας διοίκησης.

Η συνάδελφός μου Lea Beness και εγώ ετοιμάζουμε μία ενδελεχέστερη μελέτη, στην οποία πραγματευόμαστε γιατί θα πρέπει το όνομα στο κείμενο να διαβάζεται Φαίδρος. Ένα άγαλμα σε έναν Επικούρειο φιλόσοφο φαίνεται με την πρώτη ματιά μια αναπάντεχη εκδοχή. Στην πραγματικότητα, χάρη στις λαμπρές επαναδομήσεις του Raubitschek, γνωρίζουμε πως ο Φαίδρος ήταν αποδέκτης τέτοιων τιμών στην Ακρόπολη και μάλιστα, όπως φαίνεται από ένα εύρημα, ακόμα και στο Ελευσίνειον, στα αριστερά της οδού Παναθηναίων που οδηγεί στην Ακρόπολη. Μία βάση από Πεντελικό μάρμαρο που βρέθηκε στον χώρο υποδεικνύει πως ένας από τους Ρωμαίους αδερφούς Σαυφείους (Saufeius), επίσης “μαθητές” του Επικούρειου καθηγεμόνα, αφιέρωσε στις θεές μία ερμαϊκή στήλη του Φαίδρου “του καθηγητή τους”. Το κείμενο δεν είναι φυσιολογικό με δεδομένες τις επικούρειες απόψεις, αλλά θα ήταν άστοχο να εγκλωβίσουμε τον Φαίδρο σε αυτές. Το ότι έλαβε δημόσιες τιμές είναι αναμφισβήτητο. (Δεν έζησε στην “αφάνεια”. Οι Επικούρειοι δεν θα έπρεπε να αποζητούν τις τιμές, αλλά μπορούσαν να τις αποδέχονται).
Οι Αθηναίοι ήξεραν ποιον όφειλαν να ευχαριστήσουν για την σωτηρία τους: τον Επικούρειο καθοδηγητή του Αττικού. Πανηγυρίζοντας την γενναιοδωρία του Τ. Πομπόνιου Αττικού, οι Αθηναίοι πανηγύριζαν ταυτόχρονα και μια Ελληνική νίκη.

Attica capta Atticum cepit.

Η κατακτημένη Αττική κατέκτησε τον Αττικό.


Υποσημειώσεις

[1]Για αυτήν και για την επόμενη παράγραφο είμαι υπόχρεος στον Goldhill, 252-53˙ cf. J. Oliver, The Ruling Power (Philadephia 1953), 958 άρ. 27. Για την μαρτυρία του Πλούταρχου “για τις αδιευθέτητες περιπλοκότητες ...που συνεπάγεται το να είναι κανείς Έλληνας στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία”, βλ. W.J. Tatum, “Plutarch on being Greek under Rome”, ΑΑΙΑ Bulletin 6 (2008/2009), σελ. 12-21 (και την εκεί βιβλιογραφία).
[2]C. Patten, Not Quite the Diplomat. Home Truths about World Affairs (London 2005), σελ. 88.
[3]A. Momigliano, Settimo contributo alla storia degli studi classici e del mondo antico (Rome 1984) σελ. 436.
[4]Τίτος Λίβιος 22.57.5˙ 23.11.1-6˙ Πλούταρχος, Φάβιος 18.
[5]A. Wallace – Handrill's, Rome's Cultural Revolution, (Cambridge 2008) όπου τονίζεται αυτή η μετάβαση.
[6]Πλουτ. Πομπ. 42˙ Τάκιτος, Χρονικά 6.18.2˙ Περ.3 752/4.
[7]Πλούταρχου Αντώνιος 80˙ Δίωνος Ρωμαϊκή Ιστορία 51.16.4
[8]Raubitschek 96-103 [=(1991), 337-44].C
[9]Raubitschek 96-103 [=(1991), 337-44].
[10]Κικέρων, Επιστολές σε Φίλους 13.1.2.
[11]Οι πιο πλήρεις αναφορές μπορούν να βρεθούν στον Πλούταρχo Σύλλας 12-14˙ και στον Αππιανό, Μιθριδάτης 28˙ 30-40.

Επιλεγμένη Βιβλιογραφία

-Auvray – Assayas C., and D. Delattre (eds.), Cicéron et Philodème: la polémique en philosophie (Paris 2001).
-Badian, E., “Rome, Athens and Mithridates”, AJAH 1 (1976), σελ. 105-128.
-Castner, C., Prosopography of Roman Epicureans from the Second century B.C. to the Second century A.D. (Frankfurt am Main 1988).
-Dorandi, T., Richerche sulla cronologia dei filosophi ellenistici (Stutdgard 1991).
-Ferrary, J.-L., Philhellénisme et impérialisme (Rome 1988).
-Goldhill, S., Who needs Greeks? Contest in the Cultural History of Hellenism (Cambridge 2002).
-Griffin, M., and J. Barnes (eds.), Philosophia togata: essays on philosophy and Roman society (Oxford, 1989).
-Habicht, Chr., Athens from Alexander to Anthony (Cambridge, MA and London 1997).
-Raubitschek, A.E., “Phaidros and His Roman Pupils”, Hesperia 18 (1949), 96-103 [=The School of Hellas (New York and Oxford 1991), σελ. 337-44.
-Roskam, G., Live Unnoticed (Lathe biōsas): on the vicissitudes of an Epicurean doctrine (Leiden 2007).
-Thompson, H., and R.E. Wycherley, The Agora of Athens (Princeton 1972).


www.epicuros.gr

Απρίλιος 2017

.........................