Κικέρων - Τουσκουλανές Ερωτήσεις

Cicero - Tusculanes

Η μετάφραση στα ελληνικά έγινε από τον Λεωνίδα Α.Αλεξανδρίδη, από γαλλικό κείμενο του Jean-Marie Guyau που περιλαμβάνεται στο βιβλίο ΓΙΑ ΤΑ ΥΠΕΡΤΑΤΑ ΑΓΑΘΑ ΚΑΙ ΤΑ ΥΠΕΡΤΑΤΑ ΚΑΚΑ, ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟΝ Μ. GUYAU ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ, ΠΑΡΙΣΙ 1875. Ο Guyau θεωρείται επικούρειος και αντιλαμβανόταν τον Ωφελιμισμό ως την σύγχρονη έκφραση της επικούρειας φιλοσοφίας, ήταν δε θερμός θαυμαστής των έργων του Τζέρεμυ Μπένθαμ και του Τζών Στούαρτ Μίλλ.

Ο Κικέρωνας είναι από τους πιο σφοδρούς ίσως πολέμιους του Επίκουρου και της Επικούρειας φιλοσοφίας. Και είναι ειρωνεία της ιστορίας ότι τα έργα του Κικέρωνα, όπως και του Σενέκα, υπήρξαν βασική πηγή για τη γνωριμία της Δύσης με τον Επίκουρο, αφού από τον τεράστιο όγκο και πλήθος των έργων της επικούρειας φιλοσοφίας, που γράφτηκαν κατά την αρχαιότητα ελάχιστα διασώθηκαν, και εμφανίστηκαν κατά τον 15ο αιώνα, αφού το 10ο βιβλίο του έργου "Βίοι και θεωρίες σημαντικών φιλοσόφων" του Διογένη Λαέρτιου που αναφέρεται στον Επίκουρο, δεν μεταφράστηκε στα λατινικά παρά μόνο το 1433 από τον Ambrogio Traversari, και η εκ νέου ανακάλυψη του έργου "Για τη φύση των πραγμάτων" του Λουκρήτιου από τον Poggio Bracciolini έγινε τo 1417.

Η πρώτη δημοσίευση της μετάφρασης έγινε στο www.epicuros.gr τον Απρίλιο 2014.

Τουσκουλανές Ερωτήσεις - αποσπάσματα με αναφορά στην επικούρεια φιλοσοφία

Ο πόνος σύμφωνα με τον Αρίστιππο και τον Επίκουρο
Πρωτίστως, ας μιλήσουμε για φιλοσόφους που έδειξαν εδώ αδυναμία. Υπήρξαν πολλοί, και από διαφορετικές σχολές. Επικεφαλής όλων, είτε λόγω αρχαιότητας, είτε λόγω αυθεντίας, είναι ο Αρίστιππος, μαθητής του Σωκράτη. Τόλμησε μάλιστα να πει ότι ο πόνος ήταν το υπέρτατο κακό. Ο Επίκουρος εύκολα δανείστηκε αυτή την δειλή και γυναικεία γνώμη. Μετά από αυτόν ήλθε ο Ιερώνυμος ο Ρόδιος, που είπε ότι το υπέρτατο αγαθό ήταν να ζει κανείς χωρίς πόνο: Τόσο μεγάλο κακό θεωρούσε τον πόνο. Όλοι οι άλλοι, εκτός από τον Ζήνωνα, τον Αρίστωνα και τον Πύρρωνα λένε όπως και συ ότι πραγματικά ο πόνος είναι κάτι κακό, αλλά υπάρχουν και μεγαλύτερα.
Έτσι αυτή η γνώμη ότι ο πόνος είναι το μεγαλύτερο από τα κακά, αν και η ίδια η φύση, αν και κάθε γενναιόδωρη ψυχή την αποκηρύσσει, είναι εντούτοις μια γνώμη που διδάσκεται για πάρα πολλούς αιώνες, και από φιλοσόφους, τους δάσκαλους του ανθρώπινου γένους! Με τέτοια αποφθέγματα, ποιος θα πιστέψει ότι το καθήκον, η αρετή, η δόξα αξίζουν ώστε να εκτεθεί κανείς σε κάποιο σωματικό πόνο; Ή μάλλον, ποιά ελεεινότητα δεν θα επιτρέψει κανείς στον εαυτό του για να αποφύγει αυτό που πιστεύει ως το υπέρτατο κακό; Αλλά εξάλλου, πάνω σε αυτήν την βασική αρχή, ποιος άνθρωπος δεν θα ήταν για λύπηση; Επειδή, ή υποφέρει κανείς πραγματικά δυνατούς πόνους, ή έχει πάντα τον φόβο ότι οι πόνοι θα επιπέσουν πάνω του. Επομένως κανείς ποτέ δεν μπορεί να είναι ευτυχισμένος.
Ένας άνθρωπος απολύτως ευτυχής, σύμφωνα με τον Μητρόδωρο, είναι αυτός που «είναι καλά και έχει την βεβαιότητα ότι θα είναι πάντα καλά». Αλλά αυτή τη βεβαιότητα ποιος μπορεί να την έχει! Σε ότι αφορά τον Επίκουρο, νομίζω ότι θέλησε να αστειευτεί. «Αν ο σοφός είναι ανάμεσα στις φλόγες, ή πάνω στον τροχό,» λέει κάπου, και περιμένεις ίσως να συμπληρώσει «θα το αντέξει με υπομονή, δεν θα υποκύψει καθόλου στους πόνους του». Μα τον Ηρακλή, αυτό θα ήταν αρκετό, και δεν θα ζητούσε κανείς τίποτα περισσότερο από αυτόν τον Ηρακλή, ακόμα και από αυτόν στον οποίο μόλις ορκίστηκα. Αλλά για τον Επίκουρο, αυτόν τον μεγάλο εχθρό της μαλθακότητας, αυτόν τον τόσο λιτό άνθρωπο, αυτό δεν είναι καθόλου αρκετό. «Ακόμα και μέσα στον ταύρο του Φάλαρη, ένας σοφός θα πει: πόσο ευχάριστο είναι αυτό! Πόσο λίγο με ταράζει». Ευχάριστο! Το να το βρει αδιάφορο, θα ήταν πολύ λίγο! Αλλά αυτοί οι ίδιοι που αρνούνται ότι ο πόνος είναι κάτι κακό καθόλου δεν φτάνουν καθόλου στο σημείο να πουν ότι, το να βασανίζεται κανείς, είναι κάτι ευχάριστο. Λένε ότι αυτό είναι δυσάρεστο, οδυνηρό, μισητό. Ότι η φύση το απεχθάνεται, αλλά όχι ότι είναι κακό. Και αυτός, πεπεισμένος ότι ο πόνος δεν είναι μόνο κάτι κακό, αλλά το μεγαλύτερο από τα κακά, δεν ξεχνά να θέλει το σοφό να τον βρίσκει ευχάριστο. Δεν απαιτώ γι’ αυτό τόσα από σένα. Ας αφήσουμε τον φιλήδονο αυτόν να χρησιμοποιεί μέσα στον ταύρο του Φάλαρη τη γλώσσα που θα χρησιμοποιούσε πάνω σε ένα μαλακό κρεβάτι.
Όσο για μένα, δεν πιστεύω καθόλου ότι η σοφία είναι ικανή για μια τόσο μεγάλη προσπάθεια. Σημαίνει να κάνεις το καθήκον σου παρά να δείχνεις θάρρος σε παρόμοια κατάσταση. Αλλά για χαρά, ας μην πηγαίνουμε τόσο μακριά.(4Tusculanes I.II κεφ. VI, VII)

Ο πόνος καταστρέφεται μόνος του
Να τι θα μάθετε από τον Επίκουρο. Ο καλύτερος άνθρωπος στον κόσμο, και που θα σας πει όλα όσα γνωρίζει καλύτερα. «Θεωρείστε, λέει, τον πόνο ως τίποτα». Και, ποιος μιλάει έτσι; Ένας άνθρωπος που είναι πεισμένος ότι ο πόνος είναι το πιο μεγάλο από τα κακά. Εδώ βρίσκω κάποια αντίφαση, αλλά ας ακούσουμε. «Ένας ακραίος πόνος, συνεχίζει, είναι κατ’ ανάγκη σύντομος». Επανάλαβε πάλι, επειδή εδώ δεν καταλαβαίνω καλά τι είναι ακραίος και σύντομος. «Αποκαλώ ακραίο ότι είναι πιο σφοδρό, και σύντομο αυτό που διαρκεί πολύ λίγο. Και περιφρονώ έναν σφοδρό πόνο που ένα μικρό χρονικό διάστημα θα με απαλλάξει σχεδόν πριν αυτός εμφανιστεί». Αλλά εάν πρόκειται για πόνο παρόμοιο με αυτόν του Φιλοκτήτη; Μου φαίνεται πολύ δυνατός, αλλά όχι ακραίος: επειδή δεν υποφέρει παρά από το ένα πόδι. Τα μάτια, το κεφάλι, τα πλευρά, οι πνεύμονες, όλο το υπόλοιπο σώμα είναι καλά. Έτσι ο πόνος του δεν είναι ακραίος, θέλει ακόμα πολύ για να είναι τέτοιος. «Και σε έναν πόνο με μεγάλη διάρκεια, συμπεραίνει ο Επίκουρος, υπάρχει λιγότερος πόνος παρά ηδονή».
Δεν τολμώ να πω πως ένας τόσο μεγάλος άνδρας δεν ήξερε τι έλεγε: αλλά αυτό που νομίζω γι’ αυτό, είναι ότι μας κορόιδευε. Ένας πόνος μπορεί κάλλιστα, νομίζω, να είναι από τους πιο σφοδρούς, και να μην είναι σύντομος. Θα τον ονομάσω ακραίο, ακόμα και αν υπήρχε κάποιος άλλος που η σφοδρότητά του θα ήταν δέκα φορές μεγαλύτερη. Πολλοί έντιμοι άνθρωποι, που θα μπορούσα να τους ονομάσω, βασανίζονται φρικτά εδώ και πολλά χρόνια από την ποδάγρα. Αλλά αυτή ήταν η ευστοχία του Επίκουρου, που δεν καθόρισε ούτε το μέγεθος ούτε την διάρκεια: Κατά τρόπο που να μην ξέρουμε ούτε τι είναι το ακραίο σε σχέση με τον πόνο, ούτε τι είναι το σύντομο σε σχέση με τον χρόνο.
Έτσι ας αφήσουμε αυτόν που δεν λέει τίποτα: και ενώ ο ίδιος, βασανιζόταν συγχρόνως από κολικό και στραγκουρία, έχει δώσει κάποια σημεία θάρρους, ας παραδεχθούμε ότι ένας άνθρωπος που είναι πεισμένος ότι ο πόνος είναι το μεγαλύτερο από όλα τα κακά δεν είναι σωστό να μας διδάσκει την τέχνη να τον υπομένουμε. Ας απευθυνθούμε λοιπόν αλλού, και ας δώσουμε την προτίμησή μας, όπως είναι δίκαιο, σε εκείνους που υπολογίζουν την εντιμότητα ως το υπέρτατο αγαθό και την αισχρότητα ως το υπέρτατο κακό.(Tusculanes II , κεφ. XIX)

Αντίδοτα του Επίκουρου ενάντια στην θλίψη
Έχω να πω κάτι ακόμα καλύτερο πάνω σ’ αυτό, αφού έχω εξετάσει τη γνώμη του Επίκουρου, που ισχυρίζεται ότι ο άνθρωπος δεν έχει τη δύναμη να μην λυπάται αμέσως μόλις φαντάζεται ότι αισθάνεται κάποιο κακό, είτε αυτό το κακό είχε προβλεφτεί, είτε είναι μάλιστα χρόνιο. Επειδή, κατά την άποψη του, ούτε ο χρόνος μειώνει το κακό, ούτε η προσμονή το κάνει πιο ελαφρύ. Και είναι ανοησία να αντιμετωπίζει κανείς κακά που ίσως δεν συμβούν καθόλου: είναι ακριβώς αρκετά θλιβερά όταν έχουν συμβεί, και το να σκέφτεται κανείς ακατάπαυστα ότι μπορούν να συμβούν, σημαίνει να καταδικάζει τον εαυτό του σε διαρκή δυστυχία. Εάν, αντίθετα, δεν πρέπει να συμβούν, γιατί να τα αισθάνεται εκ των προτέρων με τη θέλησή του, και να περνά έτσι τη ζωή του στη θλίψη, είτε για κακό του παρόντος, είτε για εκείνο που βρίσκεται μπροστά στα μάτια του;
Για να απομακρύνουμε τον πόνο, χρειάζονται δύο πράγματα, σύμφωνα με αυτόν: να παραμερίσουμε κάθε ενοχλητική ιδέα, και να θυμόμαστε ευχάριστες ιδέες. Επειδή πιστεύει ότι η ψυχή μπορεί να υπακούει στην λογική και μπορεί να αφήνεται να οδηγείται από αυτήν. Και, μας απαγορεύει να περιμένουμε κανένα ενοχλητικό πράγμα, μας απομακρύνει από κάθε θλιβερή σκέψη: και, αφού μας έχει τραβήξει από κει, μας προσφέρει την εικόνα της ευχαρίστησης. Μας προσκαλεί να ασχολούμαστε εξολοκλήρου με αυτήν, επειδή ο σοφός πρέπει ακατάπαυστα, λέει ο Επίκουρος, να μοιράζεται ανάμεσα στην ανάμνηση των ηδονών που έχει δοκιμάσει και την προσδοκία αυτών που περιμένει. Αυτά υποστηρίζουν οι μαθητές του.
Εξηγούμαι με τον τρόπο μου: αυτοί με τον δικό τους, αλλά πρόκειται για τη γνώμη τους, και όχι για τους όρους τους. Πρώτον, έχουν άδικο να επικρίνουν την προνοητικότητα για το μέλλον6.(Tusculanes III , κεφ. XV.)
Πρώτον, έχουν άδικο να κατακρίνουν την προνοητικότητα για το μέλλον. Τίποτα δεν είναι πιο κατάλληλο για να αμβλύνει κανείς το σημείο της θλίψης, από το να σκέπτεται αδιάκοπα ότι δεν υπάρχει τίποτα που δεν θα μπορούσε να συμβεί, από το να συλλογίζεται την κατάσταση της ανθρωπότητας, και την αναγκαιότητα να υπακούει στον νόμο που έχουμε δεχθεί μαζί με τη ζωή. Το αποτέλεσμα αυτών των σκέψεων είναι λιγότερο να μας προκαλεί θλίψη από το να μας προφυλάσσει από αυτήν. Επειδή το να σκέπτεται κανείς σοβαρά την φύση των πραγμάτων, τις μεταπτώσεις της ζωής και την αδυναμία του ανθρώπου, δεν σημαίνει καθόλου να θλίβεται, σημαίνει να καλύπτει τις αληθινές λειτουργίες της φρόνησης. Από αυτό φτάνει κανείς στον αληθινό σκοπό της φιλοσοφίας, που είναι να σκέφτεται για τα ανθρώπινα πράγματα, και προσέχει τρία μέσα παρηγοριάς στην αντιξοότητα. Επειδή πρώτα, έχουμε βάλει καλά στο μυαλό μας ότι όλα τα πράγματα μπορούν να συμβούν. Δεν υπάρχει καθόλου πιο ικανή σκέψη από αυτήν να εξουδετερώνει το κτύπημα της αντιξοότητας.
Δεύτερον, συνηθίζει κανείς να δέχεται με υπομονή τις ανθρώπινες δυσμένειες. Αναγνωρίζει τέλος ότι δεν υπάρχει αληθινό κακό για τον άνθρωπο από αυτό που πρέπει λογικά να κατηγορεί τον εαυτό του, και ότι δεν υπάρχουν καθόλου μομφές να αποδοθούν, όταν υφίσταται δυστυχία από την οποία δεν μπόρεσε να ασφαλιστεί.
Σε ότι αφορά την συμβουλή που μας δίνει ο Επίκουρος να παραμερίσουμε κάθε ενοχλητική ιδέα, αυτή είναι μηδέν. Τη στιγμή που η καρδιά μας κατασπαράσσεται από κάτι που μας φαίνεται κακό, δεν είμαστε κύριοι του εαυτού μας να το κρύψουμε ούτε να το ξεχάσουμε. Είναι βέλη που μας τρυπούν βαθιά, είναι φωτιά που μας κατατρώγει, και που δεν μας αφήνει να αναπνεύσουμε. Αλλά μου συνιστάς το αδύνατο, καθώς μου συνιστάς να μην το σκέφτομαι. Μου αφαιρείς ένα αντίδοτο που το έχω από τη φύση ενάντια στους πόνους παλαιώνουν, θέλω να πω, τη σκέψη και το χρόνο: αντίδοτο πράγματι αργό, αλλά αποτελεσματικό. Θέλεις ξεχνώντας τα κακά μου να σκέπτομαι τα αγαθά. Η άποψη αυτή θα ήταν εξαιρετική και άξια ενός μεγάλου φιλοσόφου, εάν τα καλά για τα οποία μου μιλάς ήσαν αυτά που είναι τα πιο άξια του ανθρώπου. Υποθέτω ότι είναι είτε ο Πυθαγόρας, είτε ο Σωκράτης που μου δίνουν αυτά τα λόγια: γιατί στενάζεις; Γιατί αποθαρρύνεσαι; Γιατί υποκύπτεις; Γιατί υποκύπτεις στα κτυπήματα της τύχης; Μπορεί κάλλιστα να σε κυνηγά, να σε κτυπά, αλλά δεν πρέπει καθόλου να σε κάνει να χάνεις το θάρρος σου.
Υπάρχει μεγάλη βοήθεια στις αρετές. Ξύπνα τις λοιπόν, εάν κατά τύχη έχουν αποκοιμηθεί. Να ήδη η πρώτη από αυτές, η ανδρεία, που θα σου προσφέρει αρκετή σταθερότητα για να περιφρονήσεις κάθε είδους δυστυχίες. Βλέπω στη συνέχεια την εγκράτεια, που δεν θα σε αφήσει να κάνεις τίποτα το περιφρονητικό ούτε τίποτα το άνανδρο. Και, τι είναι πιο άνανδρο και πιο περιφρονητικό από έναν άνθρωπο θηλυπρεπή; Ακόμα η δικαιοσύνη, αν και εμφανίζεται εδώ λιγότερο απαραίτητη, δεν θα σε αφήσει σε αυτή την τύφλωση, θα σου μάθει ότι είσαι διπλά άδικος. Επειδή φιλοδοξείς κάτι που δεν σου ανήκει, σε ότι, τελείως θνητός όπως είσαι, επιθυμείς την κατάσταση των θεών. Και από την άλλη μεριά, υποφέρεις με πόνο να επιστρέψεις στη φύση αυτό που δεν θέλησε παρά να σου δανείσει.
Αλλά τι θα απαντήσεις στη φρόνηση, που θα σου διδάξει ότι η αρετή δεν έχει ανάγκη παρά μόνο τον εαυτό της, είτε για να ζήσεις καλά, είτε για να ζήσεις ευτυχισμένα; Επειδή εάν η ευτυχία της εξαρτάται από κάτι ξένο, εάν δεν ήταν από μόνη της και η βασική αρχή της και ο τελικός σκοπός της, εάν δεν έκλεινε μέσα της κάθε τι που της είναι αναγκαίο, γιατί θα άξιζε τόσο πολύ τα εγκώμια μας και τις επιθυμίες μας;
Υπακούω, Επίκουρε, εάν εδώ βρίσκονται τα αγαθά που μου ονομάζεις. Σε ακολουθώ, δεν βλέπω κανέναν άλλο οδηγό, ξεχνώ τα κακά μου, όπως το θέλεις, και ακόμα πιο εύκολα από ότι δεν τα υπολογίζω ακόμα για τέτοια. Αλλά στρέφεις όλες μου τις σκέψεις προς τις ηδονές. Και ποιες ηδονές; Αυτές του σώματος χωρίς αμφιβολία, ή αυτές που η ανάμνησή τους και η προσδοκία παράγουν σε σχέση με το ίδιο το σώμα. Είναι καλό αυτό; Έχω αποδώσει σωστά τη σκέψη σου; Επειδή οι μαθητές σου ισχυρίζονται ότι δεν την αντιλαμβανόμαστε όπως πρέπει.
Αλλά το σύστημά σου είναι έτσι όπως το είπα. Και θυμάμαι όταν κάποτε ήμουνα στην Αθήνα, άκουσα τον γέρο-Ζήνωνα, έναν από τους πιο θερμούς και πιο επιδέξιους από τους οπαδούς σου, να μας φωνάζει με όλες του τις δυνάμεις ότι ήταν ευτυχισμένος όποιος γνώριζε να απολαμβάνει τις ηδονές του παρόντος, και που καυχιόταν ότι τις απολάμβανε σε όλη του τη ζωή, ή τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος της, χωρίς καμιά προσθήκη πόνου. Καθώς ήταν καλά πεπεισμένος ότι σε περίπτωση που ήταν υποχρεωμένος να δοκιμάσει κάποιο πόνο, εάν ήταν δυνατός, θα ήταν σύντομος, και αν ήταν μακροχρόνιος, θα είχε περισσότερη γλυκύτητα από πίκρα. Με τέτοια σκέψη, προσέθετε, δεν μπορεί να μας λείπει η ευτυχία, κυρίως εάν ξέρουμε να ικανοποιούμαστε με τις ηδονές που έχουμε δοκιμάσει, και όταν δεν φοβόμαστε ούτε τον θάνατο ούτε τους θεούς.(Tusculanes I. III, κεφ. XVII. )

Η επικούρεια ηδονή
Σε τι χρησιμεύει να λοξοδρομείς, Επίκουρε; Να μην ονομάζουμε ειλικρινά αυτή την ηδονή, την οποία δεν κοκκινίζεις να ονομάζεις, όταν έχεις χάσει κάθε ντροπή; Να τα ίδια σου τα λόγια, όπως τα έχω πάρει μέσα από αυτό το βιβλίο που περιέχει όλη σου την θεωρία. Τα μεταφράζω κατά λέξη, από φόβο να μην με κατηγορήσουν ότι σου τα έχω επιβάλει:
«Δεν γνωρίζω, λες, σε τι μπορεί να συνίσταται το αληθινό αγαθό, εάν παραμερίσουμε τις ηδονές που παράγουν η γεύση ή η ακοή, εάν αφαιρέσουμε αυτές που προκαλούν η θέαση ευχάριστων πραγμάτων και όλες οι άλλες που οι αισθήσεις προσφέρουν στον άνθρωπο. Και δεν μπορούμε να πούμε ότι η χαρά της ψυχής είναι το μόνο επιθυμητό αγαθό: επειδή ποτέ δεν έχω αντιληφθεί αυτή τη χαρά παρά στην μόνη προσδοκία να δοκιμάσω τις ηδονές για τις οποίες μόλις σας μίλησα, και να τις δοκιμάσω χωρίς καμία προσθήκη πόνου».(8Η ίδια παράθεση με το De Finibus ( 1, II ) αλλά λιγότερο πλήρης)
Σε αυτά το λόγια θα ήταν δύσκολο να ξεγελαστεί κανείς για την ποιότητα των ηδονών του Επίκουρου. Λίγο πιο κάτω λέει ακόμα:
«Ήμουν συχνά περίεργος να μάθω από αυτούς που ονομάζουν σοφούς ποια ήταν αυτά τα αγαθά που θα απέμεναν εάν μας αφαιρούσαν τις ηδονές των αισθήσεων. Αλλά δεν έχω πάρει από αυτούς καμία γνώση: και, πράγματι, όταν βάλουμε στην άκρη αυτές τις μεγαλοπρεπείς και χιμαιρικές ιδέες της αρετής και της φρόνησης που ηχούν τόσο ψηλά, δεν θα ήξεραν πλέον τι να πουν, λιγότερο να έρθουν σε αυτές τις πηγές της ηδονής που μόλις επεσήμανα».
Αυτό που ακολουθεί έχει την ίδια γεύση. Και βρίσκει κανείς παντού μέσα στο βιβλίο του παρόμοια γλώσσα για το υπέρτατο αγαθό. Για να απαλύνεις λοιπόν την θλίψη του Τελαμώνα, Επίκουρε, θα του προτείνεις αυτή την ηδονική ζωή; Όταν θα δεις κάποιον από τους φίλους σου μέσα στην θλίψη, θα του παρουσιάσεις οξύρυγχο μάλλον παρά ένα έργο του Σωκράτη; Θα τον προσκαλέσεις να παρακολουθήσει μια συναυλία μάλλον παρά ένα διάλογο του Πλάτωνα; Θα τον φέρεις να περπατήσει σε λιβάδια γεμάτα άνθη; Θα του βάλεις κάτω από τη μύτη αρωματικά σακουλάκια, υπέροχα αρώματα; Θα τον στολίσεις με ρόδα και γιασεμιά; Τέλος θα του προτείνεις ….και θα επιτύχεις έτσι να τον παρηγορήσεις;
Ή ο Επίκουρος θα παραδεχθεί με καλή πίστη ότι αυτά εδώ είναι τα δόγματά του, ή θα διαγράψει από το βιβλίο του τα εδάφια τα οποία πιστά έχω αποσπάσει. Καλύτερα να πούμε, ότι πρέπει να διαγράψει ολόκληρο το βιβλίο, επειδή δεν είναι γεμάτο παρά από αυτά ηδονιστικά αποφθέγματα.(9Tusculanes I. III , κεφ. XVIII)

Αντίθεση των ηθών του Επίκουρου με τις θεωρίες του
Αλλά, θα μου πεις, πιστεύεις ότι πράγματι ο Επίκουρος είχε ιδέες τόσο ηδονιστικές; Που φαίνεται αυτό, επειδή σε άλλα σημεία έχει μιλήσει σοβαρά και συνετά; Απαντώ, όπως συχνά το έχω κάνει, ότι πρόκειται, όχι για τα ήθη του, αλλά για την θεωρία του.
Αν και περιφρονεί αυτές τις ηδονές που μόλις έχει επαινέσει, δεν χάνω καθόλου από τα μάτια μου την γνώμη του για το υπέρτατο αγαθό. Αλλά, καθώς δεν ήταν ικανοποιημένος να πει τι είναι η ηδονή, επεξήγησε περισσότερο την σκέψη του, προσδιορίζοντας «η γεύση, η αφή, τα θεάματα, οι συναυλίες, και όλα τα διαφορετικά πράγματα που μπορούν ευχάριστα να εντυπωσιάσουν την όραση». Τα έχω επινοήσει; Τα έχω επιβάλλει; Θα ήμουν χαρούμενος να με αντέκρουαν, επειδή ποιο άλλο είναι το αντικείμενο της φιλονικίας μας, από την αναζήτηση της αλήθειας;
Όταν περάσει ο πόνος, λέει ακόμα, η ευχαρίστηση δεν αυξάνεται πλέον, καθώς το να μην υποφέρει κανείς είναι η υπέρτατη ηδονή. Σε αυτά τα λίγα λόγια, τρία μεγάλα λάθη.
Το πρώτο, ότι αντιφάσκει: επειδή πρόβαλε ότι δεν φανταζόταν τίποτα το ευχάριστο, παντού όπου οι αισθήσεις δεν γαργαλιόνταν κατά κάποιο τρόπο από την ηδονή: και τώρα τοποθετεί αυτή την ηδονή στο να μην αισθάνεται κανείς κανέναν πόνο. Ποια αντίφαση πιο φανερή από αυτήν;
Δεύτερο λάθος: υπάρχουν τρεις καταστάσεις στον άνθρωπο, η μία να χαίρεται, η άλλη να θλίβεται, και η τελευταία να μην είναι ούτε χαρούμενος ούτε θλιμμένος: αλλά, ο Επίκουρος συγχέει την πρώτη με την τελευταία, και δεν κάνει καμία διάκριση ανάμεσα στο να έχει κανείς ηδονή και να μην υποφέρει.
Τέλος το τελευταίο του λάθος, που είναι κοινό με άλλους φιλοσόφους συνίσταται στο ότι διαχωρίζει το υπέρτατο αγαθό από την αρετή, αν και η αρετή είναι το κύριο αντικείμενο των επιθυμιών μας, και ότι η φιλοσοφία δεν ανακαλύφτηκε παρά για να μας βοηθήσει να την επιτύχουμε.
Αλλά, λένε, εγκωμιάζει συχνά την αρετή. Έτσι λοιπόν ο Γ. Γράκχος δεν σταματούσε να μιλά για εξοικονόμηση χρημάτων, τον καιρό μάλιστα που από το δημόσιο πλούτο έκανε σημαντικές δαπάνες στον ρωμαϊκό λαό. Πρέπει να σταματήσω στα λόγια, όταν βλέπω τις πράξεις; Ο Πείσων, ο άνθρωπος κατεξοχήν του καλού, είχε πολεμήσει συνεχώς το νόμο που είχε προταθεί από αυτόν τον ίδιο τον Γράκχο για την διανομή σιταριού στο λαό. Αφού πέρασε παρά την θέλησή του, δεν άφησε, αν και ήταν ύπατος, να αναμειχθεί με τον λαό που θα λάμβανε σιτάρι από τα δημόσια καταστήματα. Ο Γράκχος που το παρατήρησε, και βλέποντας τον όρθιο ανάμεσα στο πλήθος, τον ρώτησε φωναχτά πως εναρμονίζεται αυτή η ενέργεια με τα εμπόδια που είχε προβάλει σ’ αυτό το νόμο: «Πράγματι, απάντησε, θα εμποδίσω, όσο μπορώ, να μην κάνεις γενναιοδωρίες από τα αγαθά μου. Αλλά εάν καταφέρεις να τις κάνεις, θα ζητήσω το μερίδιο μου όπως και κάθε άλλος». Αυτός ο έντιμος πολίτης θα μπορούσε να επικρίνει πιο καθαρά αυτή τη διασκόρπιση του χρήματος με το νόμο Σεμπρόνια; Διάβασε εντούτοις τις αγορεύσεις του Γράκχου: θα τον θεωρήσεις ως τον πιο σώφρονα χορηγό των δημοσίων χρημάτων.
Ο Επίκουρος αρνείται ότι μπορεί κανείς να ζήσει ευχάριστα χωρίς την αρετή. Αρνείται ότι η τύχη έχει επιρροή στο σοφό: προτιμά την λιτότητα από την πολυτέλεια: υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει καμιά στιγμή που ο σοφός δεν είναι ευτυχισμένος. Ωραία λόγια, και άξια ενός φιλοσόφου .Αλλά εδώ τίποτα δεν συμβαδίζει με την ηδονή.
Αλλά, θα μου απαντήσει κάποιος, δεν μιλάει για την ηδονή όπως την καταλαβαίνεις. Α! λίγο μ’ ενδιαφέρει. Αλλά σε αυτά που λέει για την ηδονή, δεν αντιλαμβάνομαι ούτε σκιά αρετής. Και, όταν θα σχηματίσω λανθασμένη ιδέα γι’ αυτό που εννοεί ως ηδονή, κάνω επίσης λάθος για αυτό που είναι πόνος; Αλλά, αρνούμαι ότι η λέξη αρετή μπορεί να προφέρεται από έναν άνθρωπο που τοποθετεί το υπέρτατο κακό στον πόνο.(Tusculanes I. III , κεφ. XX. )

Μάχη του Κικέρωνα ενάντια στους Επικούρειους
Μερικοί επικούρειοι, οι καλύτεροι άνθρωποι στον κόσμο, επειδή δεν γνωρίζω κανέναν που να έχει λιγότερη ευστροφία, παραπονούνται ότι έχω την τάση να ρητορεύω ενάντια στον Επίκουρο.
Λοιπόν! Δεν θα έλεγε κανείς ότι διεκδικούμε κάποια αξιοπρέπεια; Θεωρώ το υπέρτατο αγαθό στις ψυχικές ηδονές, αυτοί, το θεωρούν στις ηδονές του σώματος. Το τοποθετώ στην αρετή, εκείνος στην ηδονή. Σ’ αυτό εδώ το πεδίο δίνουν τη μάχη, καλούν τους γείτονές τους να τους βοηθήσουν: το πλήθος σπεύδει. Όσο για μένα, τους δηλώνω ότι δεν με ενοχλεί, και με ευχαρίστηση θα δεχθώ ότι θελήσουν.
Υπάρχει θέμα μεταξύ μας για τον Καρχηδονιακό πόλεμο; Ο Κάτων και ο Λέντουλος είχαν σχεδόν πάντοτε αντίθετη άποψη γι’ αυτόν τον πόλεμο. Χωρίς αυτό να αποτελεί αιτία για την παραμικρή αλλαγή στην φιλία τους. Από την πλευρά τους οι επικούρειοι, παίρνουν το πράγμα πολύ ζεστά. Κυρίως καθώς έχουν να υπερασπιστούν μια γνώμη που δεν έχει τίποτα το γενναιόδωρο, και για το οποίο δεν θα τολμούσαν να εκδηλωθούν ούτε μέσα στη Σύγκλητο, ούτε μπροστά στο λαό, ούτε επικεφαλής ενός στρατού, ούτε μπροστά στους κήνσορες. Αλλά θα ασχοληθώ με αυτό το θέμα κάποια άλλη φορά, λιγότερο με πνεύμα ισχυρογνωμοσύνης και περισσότερο από την διάθεση να είμαι δίκαιος.
Θα προειδοποιήσω μόνο τους οπαδούς αυτούς της ηδονής ότι, όταν θα είναι αλήθεια ότι ο σοφός έπρεπε να τα ανάγει όλα στις ηδονές των αισθήσεων, ή, για να μιλήσω ειλικρινά, στην ικανοποίησή του και στην ίδια του την ωφέλεια, καθώς αυτές οι δοξασίες δεν είναι πολύ αποδεχτές, θα κάνουν καλά να χαίρονται γι’ αυτές κρυφά, και να μιλούν γι’ αυτές στον κόσμο με λιγότερη ξιπασιά.(Tuscoulanes I.III, ch 21. )

Δημοτικότητα της επικούρειας φιλοσοφίας στην Ιταλία
Μέχρι τώρα οι Ρωμαίοι τριγύρω μας δεν μας έδωσαν καθόλου ή σχεδόν καθόλου τα φώτα γι’ αυτήν την αληθινή, γι’ αυτήν την ωραία φιλοσοφία που φανέρωσε ο Σωκράτης, και που έχει διαιωνισθεί τόσο ανάμεσα στους περιπατητικούς όσο και ανάμεσα στους στωικούς που οι αντιγνωμίες, γεννημένες από το ότι εκφράζουν διαφορετικά την ίδια γνώμη, συζητούνται από τους ακαδημαϊκούς.
Μέχρι τώρα, λέω, οι Ρωμαίοι μας έχουν γράψει λίγα πράγματα γι’ αυτό το μέρος της φιλοσοφίας, είτε επειδή είναι πολύ απασχολημένοι αλλού, είτε επειδή δεν νομίζουν ότι μπορεί να γίνει αποδεκτή από έναν αδαή λαό. Όσο τηρούν σιγή για το θέμα αυτό, έχει αναδειχθεί ένας κάποιος Αμαφίνιος που έχει ξεφουρνίσει την θεωρία του Επίκουρου.
Όλοι την αγκάλιασαν με θέρμη, ή γιατί ήταν πολύ εύκολη για να την διδαχθούν, ή γιατί τα θέλγητρα της ηδονής αποδίδουν, ή ίσως και επειδή δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί τίποτα καλύτερο στο θέμα της φιλοσοφίας. Πλήθος συγγραφέων ακολούθησαν τα χνάρια του Αμαφίνιου, γέμισαν με τα έργα τους ολόκληρη την Ιταλία. Και αντί να συμπεράνουν ότι η θεωρία τους, που είναι έτσι προσιτή, προσιτή και στο γούστο των αδαών, δεν έχει τίποτα που να έχει καλά ερευνηθεί, ισχυρίζονται ότι είναι, αντίθετα, αυτό που αξίζει.(2Tuscoulanes I.IV, ch 3.)

Ωραία λόγια του Επίκουρου και του Μητρόδωρου σε ανακολουθία με τις αρχές τους
Προτιμούμε άραγε να μιμούμαστε τον Επίκουρο, που λέει συχνά ωραία πράγματα χωρίς να τον απασχολεί εάν ταιριάζουν με τις αρχές του; Για παράδειγμα, επαινεί την λιτότητα: Αυτό κάνει ένας φιλόσοφος. Αλλά αυτό θα άρμοζε σε έναν Σωκράτη, σε έναν Αντισθένη, όχι σε έναν άνθρωπο που θέτει το υπέρτατο αγαθό στην ηδονή, αρνείται ότι η ζωή μπορεί να είναι ευχάριστη, εάν δεν είναι σύμφωνη με την τιμή, με την φρόνηση, με την δικαιοσύνη.
Τίποτα πιο σοβαρό, τίποτα πιο αντάξιο για τη φιλοσοφία, εάν όλα αυτά που λέει για την τιμή, για την φρόνηση και για τη δικαιοσύνη, δε τα είχε αναγάγει στην ευχαρίστηση. Το ότι λέει ότι η τύχη παίζει μικρό ρόλο στα θέματα του σοφού, τίποτα καλύτερο. Αλλά κάποιος που βλέπει τον πόνο όχι μόνο ως το μεγαλύτερο από τα κακά, αλλά ως το μόνο που πρέπει να φοβόμαστε, πρέπει να αντιμετωπίζει έτσι άφοβα την τύχη, ενώ μπορεί να του φορτώσει σε μια στιγμή τους πιο έντονους πόνους;
Το ίδιο πράγμα αναφωνεί και ο Μητρόδωρος με καλύτερο τρόπο: «Ω τύχη, σε έχω προκαταλάβει και έχω φράξει κάθε σου παρείσφρηση!» αυτό θα ήταν ωραίο στο στόμα ενός Αρίστωνα από τη Χίο ή του στωικού Ζήνωνα, που δεν βλέπουν για κακό παρά μόνο αυτό που δεν είναι έντιμο. Αλλά εσύ Μητρόδωρε, δικαιούσαι να μιλάς έτσι; Εσύ, που περικλείεις το υπέρτατο αγαθό στο στομάχι σου, και που το κάνεις να εξαρτάται από μια σταθερή υγεία και από ένα μέλλον καλά εξασφαλισμένο, θα παινεύεσαι ότι έχει κλείσει όλες τις εισόδους στην τύχη; Και με ποιο τρόπο; Επειδή μπορείς να απογυμνωθείς από αυτά τα αγαθά.
Εντούτοις αυτά είναι που γοητεύουν τους αδαείς: και είναι αυτές οι ωραίες φράσεις που ελκύουν τα πλήθη. Αλλά αυτοί που γνωρίζουν να κρίνουν δεν προσκολλώνται σ’ αυτά που λέει κάποιος, εξετάζουν αυτά που πρέπει να λέει.(3Tuscoulanes I.V, κεφ. 9)

Η ευτυχία μπορεί να συνδυαστεί με τους φυσικούς πόνους;
Κικέρων: - ‘Όλα όσα δίνει η τύχη δεν συγκρίνονται καθόλου με τη ζωή του σοφού. Και επειδή την οφείλει στα αγαθά της ψυχής, δηλαδή στις αρετές, είσαι αναγκασμένος να δεχθείς ότι οι σοφοί είναι ευτυχισμένοι.
Ακροατής:- Είναι ευτυχισμένοι και μέσα στα μαρτύρια και ακόμα ανάμεσα στα βασανιστήρια;
Κικέρων: - Νόμισες ότι εννοούσα ανάμεσα σε βιολέτες και τριαντάφυλλα; Λοιπόν! Ο Επίκουρος, που δεν έχει παρά το προσωπείο φιλοσόφου και που σφετερίζεται ξεδιάντροπα το όνομα του φιλοσόφου, θα έχει το θάρρος να υποστηρίξει αυτή την δοξασία, την οποία τίποτα δεν με εμποδίζει να χειροκροτήσω, ότι δεν υπάρχει καμιά στιγμή που ο σοφός, που βασανίζεται καίγεται, γίνεται κομμάτια, δεν μπορεί να αναφωνήσει: «Δεν υπολογίζω τίποτα από όλα αυτά!» Ο Επίκουρος, λέω, που τοποθέτησε το αποκορύφωμα των κακών στον πόνο και το αποκορύφωμα των αγαθών στην ηδονή, που κοροϊδεύει τις ωραίες μας διακρίσεις ανάμεσα σε αυτό που είναι έντιμο ή ντροπιαστικό, που κοινοποιεί ότι δεν έχουμε παρά λέξεις και κούφιους ήχους, που δίνει ως απόφθευγμα ότι το μόνο πράγμα που μας ενδιαφέρει είναι αυτό που μπορεί να κολακεύσει το σώμα ή να το τραυματίσει, αυτός ο άνθρωπος τελικά, που η κρίση του δεν διαφέρει καθόλου από το ένστικτο των ζώων, θα μπορέσει να ξεχαστεί ό ίδιος!
Θα τολμήσει να περιφρονήσει την τύχη, αν και έχει στην εξουσία της όλα όσα αυτός υπολογίζει ως αγαθά ή ως κακά! Θα περηφανευθεί ότι είναι ευτυχής μέσα στα μαρτύρια ή μέσα στα βασανιστήρια, αυτός που έχει τον πόνο ως το μεγαλύτερο από τα κακά, ή ακόμα ως το μόνο από τα κακά!
Επί πλέον εάν χρησιμοποιούσε αντίδοτα που θα μπορούσαν να μας ενισχύσουν ενάντια στον πόνο: το ψυχικό σθένος, για παράδειγμα, τον φόβο της ατίμωσης, την άσκηση και την συνήθεια στον πόνο, τα μαθήματα θάρρους, τη σκληρή και αρρενωπή ζωή.
Αλλά όχι: θεωρεί τον εαυτό του ότι είναι αρκετά οχυρωμένος ενάντια στον πόνο με την ενθύμηση των ηδονών που έχει δοκιμάσει. Όμοιος με αυτόν που, στον καύσωνα του καλοκαιριού, θα νόμιζε ότι θα βρει ανακούφιση ενθυμούμενος ότι κάποτε είχε απολαύσει στο Αρπίνο μας τη δροσιά των νερών των βουνών, σαν η θύμηση των ηδονών του παρελθόντος να μπορούσε να ελαφρύνει τα κακά του παρόντος!
Όπως και να είναι, ένας τέτοιος άνθρωπος που έχει τολμήσει να προφέρει, ενάντια στις αρχές του, ότι ο σοφός είναι πάντοτε ευτυχισμένος, ποια θα είναι λοιπόν η γλώσσα αυτών που δεν γνωρίζουν κανένα αγαθό ή η αρετή δεν υπάρχει;
Να πάψουν οι περιπατητικοί και η αρχαία Ακαδημία, κατά την άποψη μου, να τραυλίζουν, και να διακηρύξουν ξεκάθαρα, και φωναχτά, ότι η ευτυχία μπορεί να κατέβει μέσα στον ταύρο του Φάλαρη.(4Tuscoulanes I.V, κεφ. 26.)

Η επικούρεια εγκράτεια
Μπορείς να υποψιαστείς ότι ο Επίκουρος έχει τόσο πολύ φοβηθεί τον θάνατο και τον πόνο, αυτός που, καθώς έβλεπε τον θάνατο να πλησιάζει, έλεγε ότι ζούσε την πιο ωραία μέρα της ζωής του και που, μέσα στους πιο δυνατούς πόνους, ένοιωθε ανακουφισμένος με την ανάμνηση των φιλοσοφικών του ανακαλύψεων; Όταν μιλούσε με αυτόν τον τρόπο, δεν ήταν για να προσαρμοσθεί με τη στιγμή εκείνη. Γιατί υποστήριζε πάντοτε, μιλώντας για το θάνατο, ότι με τη διάλυση των οργανισμών μας, κάθε αίσθηση έχει σβήσει, και ότι από τότε και μετά δεν υπάρχει τίποτα πλέον που να μας αφορά. Σε σχέση με τον πόνο, η μεγάλη του δοξασία ήταν πάντοτε ότι πρέπει να παρηγορείται κανείς με τη σκέψη αυτή ότι οι δυνατοί πόνοι έχουν σύντομη διάρκεια και ότι οι μακροχρόνιοι είναι ελαφροί. Βρίσκεις ότι όλοι αυτοί οι άλλοι φιλόσοφοι, με τα μεγάλα τους λόγια, μας δίνουν γι’ αυτά τα δύο θέματα καλύτερα μαθήματα;
Για τις άλλες καταστάσεις που τις τοποθετούμε συνήθως στο επίπεδο των κακών, οι γιατροί μας και ο ίδιος ο Επίκουρος, μου φαίνονται ότι είναι όλοι τους αρκετά προετοιμασμένοι για να τα υπομείνουν. Γνωρίζεις ότι οι περισσότεροι άνθρωποι φοβούνται την φτώχεια, αλλά δεν βλέπω κανέναν φιλόσοφο να την φοβάται, ούτε ο Επίκουρος. Επειδή ποιος αρκείται σε λιγότερα από αυτόν; Ποιος έχει προπαγανδίσει καλύτερα την εγκράτεια; Χρειαζόμαστε χρήματα για να έχουμε να δώσουμε κάτι στην φιλοδοξία μας, στις καθημερινές μας δαπάνες: αλλά ο άνθρωπος που δεν γνωρίζει τίποτα από όλα αυτά, τι θα έκανε με τα χρήματα; Γιατί οι φιλόσοφοί μας δεν θα τα έβλεπαν με το ίδιο μάτι όπως έκανε Ανάχαρσης από τη Σκυθία, και να η επιστολή του σε κάποιον διάσημο από την Καρθαγένη ο οποίος του είχε στείλει δώρα: «ο Ανάχαρσης χαιρετά τον Χάννονα. Δεν χρειάζομαι παρά ένα ρούχο από δέρμα, όπως φοράνε στη χώρα μου. Η πατούσα των ποδιών μου είναι οι κάλτσες μου και η γη το κρεβάτι μου. Η τροφή μου είναι γάλα, τυρί και κρέας. Το καρύκευμά μου είναι η πείνα. Εάν σου αρέσει η ηρεμία, μπορείς να έρθεις να την αναζητήσεις σε μένα. Σε σχέση με τα πράγματα που μου έστειλες σαν δώρο και στα οποία δίνεις τόση σημασία, κράτησε τα για τους συμπολίτες σου ή για τους αθάνατους θεούς».
Δεν αγνοείς οπωσδήποτε σε πόσες κατηγορίες ο Επίκουρος έχει διακρίνει τις επιθυμίες του ανθρώπου. Η διαίρεση του μπορεί να μην είναι πολύ σωστή, αλλά έχει την χρησιμότητά της.(5Βλέπε για τη διαίρεση αυτή στο De Finibus II κεφ. 9. )

Όλη η θεωρία του Επίκουρου για το θέμα αυτό είναι ότι πρέπει να αναζητάει κανείς την ηδονή γι’ αυτήν την ίδια, επειδή είναι ηδονή, και ότι πρέπει ομοίως να αποφεύγει πάντοτε τον πόνο, επειδή είναι πόνος.
Έτσι ο σοφός, βάζοντας και τη μια και τον άλλο στη ζυγαριά, θα αρνηθεί την ηδονή, εάν πρέπει να περιμένει από αυτήν μεγαλύτερο πόνο, και θα αναζητήσει τον πόνο, εάν πρέπει να του δώσει μεγαλύτερη ηδονή.
Προσθέτει ότι κάθε ηδονή, αν και προέρχεται από τις αισθήσεις, πρέπει να ανάγεται στην ψυχή. Το σώμα, λέει, δεν αισθάνεται παρά την ηδονή του παρόντος, αλλά η ψυχή μοιράζεται με το σώμα ηδονή του παρόντος, απολαμβάνει εκ των προτέρων ηδονή που υπόσχεται στον εαυτό της και δεν αφήνει ποτέ να εξανεμίζεται τελείως η ηδονή του παρελθόντος. Έτσι κάνει ένας σοφός άνθρωπος, με άλλα λόγια, έναν ιστό ηδονών χωρίς τέλος.(Tuscoulanes I.V, 3κεφ.3. )
Για τις καθημερινές ανάγκες της ζωής, ο Επίκουρος, σύμφωνα με τις ίδιες αρχές, καταργεί την πολυτέλεια και την μεγαλοπρέπεια του τραπεζιού, επειδή η φύση αρκείται στα λίγα. Και ποιος δεν εγκρίνει, πράγματι, ότι η όρεξη είναι το καλύτερο από όλα τα καρυκεύματα;

(Αυτές οι τελευταίες λίγες γραμμές περικλείουν πλήρη περίληψη των επικούρειων αρχών.)

www.epicuros.gr

Δημοσίευση, Δεκέμβριος 2014, ενημέρωση Απρίλιος 2016