I.(1) Τὸ μακάριον καὶ ἄφθαρτον οὔτε αὐτὸ πράγματα ἔχει οὔτε ἄλλῳ παρέχει, ὥστε οὔτε ὀργαῖς οὔτε χάρισι συνέχεται· ἐν ἀσθενεῖ γὰρ πᾶν τὸ τοιοῦτον.
[ἐν ἄλλοις δέ φησι τοὺς θεοὺς λόγῳ θεωρητούς, οὓς μὲν κατ' ἀριθμὸν ὑφεστῶτας, οὓς δὲ καθ' ὁμοείδειαν ἐκ τῆς συνεχοῦς ἐπιρρύσεως τῶν ὁμοίων εἰδώλων ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἀποτετελεσμένων, ἀνθρωποειδεῖς][ΣΧΟΛΙΟΝ].
I.(1) Το μακάριο και το άφθαρτο ον (ο Θεός) ούτε το ίδιο έχει έγνοιες, ούτε σε άλλον δημιουργεί. Κατά συνέπεια, ούτε οργίζεται ούτε κάνει χάρες. Διότι αυτά είναι γνωρίσματα ασθενούς όντος. [1]
[Σε άλλα σημεία λέει ότι οι θεοί γίνονται αντιληπτοί με τον νου, ότι άλλοι μεν υφίστανται κατ' αριθμόν(δηλ. ως ατομικότητες), άλλοι δε κατά την ομοιότητά τους, ότι σχηματίσθηκαν από την συνεχή (προσθετική) ροή των ομοίων ειδώλων που καταλήγουν στο ίδιο σημείο, (και) ότι είναι ανθρωπόμορφοι..][ΣΧΟΛΙΟΝ]. [2]
αποδ. [1]Χρήστος Γιαπιτζάκης [2]Αρχοντία Λιοντάκη
II.(2) Ὁ θάνατος οὐδὲν πρὸς ἡμᾶς· τὸ γὰρ διαλυθὲν ἀναισθητεῖ· τὸ δ' ἀναισθητοῦν οὐδὲν πρὸς ἡμᾶς.
II.(2) Ο θάνατος δεν είναι τίποτε για μας γιατί αυτό που αποσυντίθεται δεν έχει αισθήσεις και ό,τι είναι χωρίς αισθήσεις δεν είναι τίποτε για μας.
αποδ. Τάκης Παναγιωτόπουλος
III.(3) Ὅρος τοῦ μεγέθους τῶν ἡδονῶν ἡ παντὸς τοῦ ἀλγοῦντος ὑπεξαίρεσις. ὅπου δ' ἂν τὸ ἡδόμενον ἐνῇ, καθ' ὃν ἂν χρόνον ᾖ, οὐκ ἔστι τὸ ἀλγοῦν ἢ τὸ λυπούμενον ἢ τὸ συναμφότερον.
III.(3) Το όριο του μεγέθους των ηδονών είναι η εξάλειψη του κάθε πόνου. Όπου και για όσο χρόνο υπάρχει η ηδονή, δεν υπάρχει ο πόνος ή η λύπη ή και τα δυο μαζί.
αποδ. Τάκης Παναγιωτόπουλος
IV.(4) Οὐ χρονίζει τὸ ἀλγοῦν συνεχῶς ἐν τῇ σαρκί, ἀλλὰ τὸ μὲν ἄκρον τὸν ἐλάχιστον χρόνον πάρεστι, τὸ δὲ μόνον ὑπερτεῖνον τὸ ἡδόμενον κατὰ σάρκα οὐ πολλὰς ἡμέρας συμμένει. αἱ δὲ πολυχρόνιοι τῶν ἀρρωστιῶν πλεονάζον ἔχουσι τὸ ἡδόμενον ἐν τῇ σαρκὶ ἤπερ τὸ ἀλγοῦν.
IV.(4) Δεν διαρκεί συνεχώς ο σωματικός πόνος, αλλά ο μεν ακρότατος πόνος διαρκεί ελάχιστα, ο δε πόνος που υπερβαίνει την ηδονή του σώματος δεν διαρκεί πολλές ημέρες. Οι δε πολυχρόνιες αρρώστιες έχουν πλεονάζουσες τις ηδονές έναντι των πόνων στο σώμα .
αποδ. Τάκης Παναγιωτόπουλος
V.(5) Οὐκ ἔστιν ἡδέως ζῆν ἄνευ τοῦ φρονίμως καὶ καλῶς καὶ δικαίως, <οὐδὲ φρονίμως καὶ καλῶς καὶ δικαίως> ἄνευ τοῦ ἡδέως. ὅτῳ δὲ τοῦτο μὴ ὑπάρχει ἐξ οὗ ζῆν φρονίμως, καὶ καλῶς καὶ δικαίως ὑπάρχει, οὐκ ἔστι τοῦτον ἡδέως ζῆν.
V.(5) Δεν μπορεί να είναι η ζωή ευχάριστη δίχως να ζούμε με φρόνηση, καλώς και με δικαιοσύνη. Ούτε να ζούμε με φρόνηση, καλώς και με δικαιοσύνη χωρίς να είναι ευχάριστη η ζωή. Όταν δεν υπάρχει αυτό, ούτε να ζούμε με φρόνηση, καλώς και με δικαιοσύνη υπάρχει και δεν μπορεί αυτό να είναι ευχάριστη ζωή.
αποδ. Τάκης Παναγιωτόπουλος
VI.(6) Ἕνεκα τοῦ θαρρεῖν ἐξ ἀνθρώπων, ἦν κατὰ φύσιν [ἀρχῆς καὶ βασιλείας] ἀγαθόν, ἐξ ὧν ἄν ποτε τοῦτο οἷός τ' ᾖ παρασκευάζεσθαι.
VI.(6) Με σκοπό την απόκτηση ασφάλειας απέναντι στους ανθρώπους, υπήρχε (πάντα) το φυσικό αγαθό της κυριαρχίας και της βασιλείας, μέσω των οποίων (κάποιος) μπορούσε κάποτε να το καταφέρει αυτό.
αποδ. Αρχοντία Λιοντάκη
VII.(7) Ἔνδοξοι καὶ περίβλεπτοί τινες ἐβουλήθησαν γενέσθαι, τὴν ἐξ ἀνθρώπων ἀσφάλειαν οὕτω νομίζοντες περιποιήσεσθαι. ὥστ' εἰ μὲν ἀσφαλὴς ὁ τῶν τοιούτων βίος, ἀπέλαβον τὸ τῆς φύσεως ἀγαθόν· εἰ δὲ μὴ ἀσφαλής, οὐκ ἔχουσιν οὗ ἕνεκα ἐξ ἀρχῆς κατὰ τὸ τῆς φύσεως οἰκεῖον ὠρέχθησαν.
VII.(7) Ένδοξοι και περίβλεπτοι κάποιοι θέλησαν να γίνουν νομίζοντας ότι έτσι θα εξασφαλιστούν από τους άλλους ανθρώπους. Αν η ζωή αυτών των ανδρών είναι πραγματικά ασφαλής, έχουν αποκτήσει το φυσικό αγαθό. Αν, όμως, δεν είναι ασφαλής, δεν έχουν εξ αιτίας του αξιώματός τους αυτό το οποίο αποζήτησαν από την φύση τους.
αποδ. Τάκης Παναγιωτόπουλος
VIII.(8) Οὐδεμία ἡδονὴ καθ' εαυτήν κακόν· ἀλλὰ τὰ τινῶν ἡδονῶν ποιητικὰ πολλαπλασίους ἐπιφέρει τὰς ὀχλήσεις τῶν ἡδονῶν.
VIII.(8) Καμία ηδονή δεν είναι κακή η ίδια. Ωστόσο τα αποτελέσματα μερικών ηδονών επιφέρουν πολύ περισσότερες ενοχλήσεις παρά ηδονές.
αποδ. Χρήστος Γιαπιτζάκης
IX.(9) Εἰ κατεπυκνοῦτο πᾶσα ἡδονή, καὶ χρόνῳ καὶ περὶ ὅλον τὸ ἄθροισμα ὑπῆρχεν ἢ τὰ κυριώτατα μέρη τῆς φύσεως, οὐκ ἄν ποτε διέφερον ἀλλήλων αἱ ἡδοναί.
IX.(9) Εάν κάθε ηδονή συμπυκνωνόταν και τοπικά και χρονικά το ίδιο σ’ όλο μας το σώμα ή τουλάχιστον στα κυριότερα μέρη του, δεν θα ήταν διαφορετικές μεταξύ τους οι ηδονές.
αποδ. θανάσης Γιαπιτζάκης - Μπάμπης Πατζόγλου
X.(10) Εἰ τὰ ποιητικὰ τῶν περὶ τοὺς ἀσώτους ἡδονῶν ἔλυε τοὺς φόβους τῆς διανοίας τούς τε περὶ μετεώρων καὶ θανάτου καὶ ἀλγηδόνων, ἔτι τε τὸ πέρας τῶν ἐπιθυμιῶν ἐδίδασκεν, οὐκ ἄν ποτε εἴχομεν ὅ τι μεμψαίμεθα αὐτοῖς πανταχόθεν ἐκπληρουμένοις τῶν ἡδονῶν καὶ οὐθαμόθεν οὔτε τὸ ἀλγοῦν οὔτε τὸ λυπούμενον ἔχουσιν, ὅπερ ἐστὶ τὸ κακόν.
X.(10) Εάν οι πράξεις των ασώτων που φέρνουν σ’ αυτούς ηδονές, έδιωχναν τους φόβους που μας κάνουν όλους μας να νοιαζόμαστε και για τα ανεξήγητα στον ουρανό και για τον θάνατο και για τους πόνους, και εάν μας δίδασκαν τα όρια των επιθυμιών, τότε δεν θα μπορούσαμε να τους κατηγορήσουμε ποτέ για κάτι, επειδή θα ικανοποιούσαν από παντού τις ηδονές και από πουθενά δεν θα είχαν τον πόνο ή την λύπη, που αυτό ακριβώς είναι το κακό.
αποδ. θανάσης Γιαπιτζάκης - Μπάμπης Πατζόγλου
XI.(11) Εἰ μηθὲν ἡμᾶς αἱ τῶν μετεώρων ὑποψίαι ἠνώχλουν καὶ αἱ περὶ θανάτου, μή ποτε πρὸς ἡμᾶς ᾖ τι, ἔτι τε τὸ μὴ κατανοεῖν τοὺς ὅρους τῶν ἀλγηδόνων καὶ τῶν ἐπιθυμιῶν, οὐκ ἂν προσεδεόμεθα φυσιολογίας.
XI.(11) Εάν δεν μας ενοχλούσαν καθόλου οι υποψίες μας σχετικά με τα επουράνια και με τον θάνατο, μήπως έχουν ή μήπως δεν έχουν κάποια σχέση με μας, και ακόμη αν δεν μας ενοχλούσε το ότι δεν κατανοούμε τα όρια των πόνων και των επιθυμιών, δεν θα είχαμε ανάγκη την φυσιολογία.
αποδ. Αρχοντία Λιοντάκη
XII.(12) Οὐκ ἦν τὸ φοβούμενον λύειν ὑπὲρ τῶν κυριωτάτων μὴ κατειδότα τίς ἡ τοῦ σύμπαντος φύσις, ἀλλ' ὑποπτευόμενόν τι τῶν κατὰ τοὺς μύθους· ὥστε οὐκ ἦν ἄνευ φυσιολογίας ἀκεραίους τὰς ἡδονὰς ἀπολαμβάνειν.
XII.(12) Δεν είναι δυνατόν να διαλύει κανείς τους φόβους για τα πιο σημαντικά φαινόμενα όταν δεν γνωρίζει ποια είναι η φύση του σύμπαντος αλλά ερμηνεύει τις υποψίες του για κάτι σύμφωνα με τους μύθους. Επομένως δίχως την μελέτη της φύσης δεν είναι δυνατόν να απολαμβάνει κανείς ακέραιες τις ηδονές.
αποδ. Τάκης Παναγιωτόπουλος - Αρχοντία Λιοντάκη
XIII.(13) Οὐθὲν ὄφελος ἦν τὴν κατ' ἀνθρώπους ἀσφάλειαν κατασκευάζεσθαι τῶν ἄνωθεν ὑπόπτων καθεστώτων καὶ τῶν ὑπὸ γῆς καὶ ἁπλῶς τῶν ἐν τῷ ἀπείρῳ.
XIII.(13) Κανένα όφελος δεν υπάρχει στο να επιδιώκει κάποιος την ασφάλειά του έναντι των άλλων ανθρώπων, ενώ εξακολουθούν να είναι σ' αυτόν ύποπτα τα φαινόμενα πάνω και κάτω από την γη και γενικά στο άπειρο.
αποδ. Αρχοντία Λιοντάκη
XIV.(14) Τῆς ἀσφαλείας τῆς ἐξ ἀνθρώπων γενομένης μέχρι τινὸς δυνάμει τε ἐξερειστικῇ καὶ εὐπορίᾳ εἰλικρινεστάτη γίνεται ἡ ἐκ τῆς ἡσυχίας καὶ ἐκχωρήσεως τῶν πολλῶν ἀσφάλεια.
XIV.(14) Την ασφάλεια έναντι των άλλων ανθρώπων που μέχρι κάποιο σημείο την επιτυγχάνουμε με την δύναμη και την ευπορία, την καθιστούμε ξεκάθαρη με την ήσυχη ζωή και την αναχώρηση από το πλήθος.
αποδ. Τάκης Παναγιωτόπουλος
XV.(15) Ὁ τῆς φύσεως πλοῦτος καὶ ὥρισται καὶ εὐπόριστός ἐστιν· ὁ δὲ τῶν κενῶν δοξῶν εἰς ἄπειρον ἐκπίπτει.
XV.(15) Ο πλούτος της φύσης και ορίζεται και ευκολοαπόκτητος είναι, ενώ αυτός της κενοδοξίας εκτείνεται στο άπειρο.
αποδ. Τάκης Παναγιωτόπουλος - Αρχοντία Λιοντάκη
XVI.(16) Βραχέα σοφῷ τύχη παρεμπίπτει, τὰ δὲ μέγιστα καὶ κυριώτατα ὁ λογισμὸς διῴκηκε καὶ κατὰ τὸν συνεχῆ χρόνον τοῦ βίου διοικεῖ καὶ διοικήσει.
XVI.(16) Λίγα στον σοφό η τύχη προσθέτει, τα δε μέγιστα και κυριώτατα ο λογισμός τα έχει διοικήσει και καθ’ όλη τη διάρκεια του βίου τα διοικεί και θα τα διοικήσει.
αποδ. Τάκης Παναγιωτόπουλος - Αρχοντία Λιοντάκη
XVII.(17) Ὁ δίκαιος ἀταρακτότατος, ὁ δ' ἄδικος πλείστης ταραχῆς γέμων.
XVII.(17) Ο δίκαιος είναι απόλυτα ατάραχος, ενώ ο άδικος είναι γεμάτος με την μέγιστη ταραχή.
αποδ. Τάκης Παναγιωτόπουλος
XVIII.(18) Οὐκ ἐπαύξεται ἐν τῇ σαρκὶ ἡ ἡδονὴ ἐπειδὰν ἅπαξ τὸ κατ' ἔνδειαν ἀλγοῦν ἐξαιρεθῇ, ἀλλὰ μόνον ποικίλλεται. τῆς δὲ διανοίας τὸ πέρας τὸ κατὰ τὴν ἡδονὴν ἀπεγέννησεν ἥ τε τούτων αὐτῶν ἐκλόγισις καὶ τῶν ὁμογενῶν τούτοις ὅσα τοὺς μεγίστους φόβους παρεσκεύαζε τῇ διανοίᾳ.
XVIII.(18) Δεν επαυξάνεται η ηδονή της σάρκας άπαξ και πάψει το άλγος της στέρησης, αλλά μόνο λαμβάνει ποικίλες μορφές (ποικίλλεται). (1) Η εκλογίκευση όλων εκείνων των πραγμάτων και των παρόμοιών τους, που προκαλούν τους πιο μεγάλους φόβους στον νου, δημιουργεί το όριο της ηδονής της διάνοιας. (2)
αποδ.(1)Λεωνίδας Αλεξανδρίδης (2)Αρχοντία Λιοντάκη
XIX.(19) Ὁ ἄπειρος χρόνος ἴσην ἔχει τὴν ἡδονὴν καὶ ὁ πεπερασμένος, ἐάν τις αὐτῆς τὰ πέρατα καταμετρήσῃ τῷ λογισμῷ.
XIX.(19) Ο άπειρος χρόνος έχει ίση ηδονή με τον πεπερασμένο, εάν καταμετρήσουμε τα όριά της με την λογική κρίση (λογισμό).
αποδ. Τάκης Παναγιωτόπουλος
XX.(20) Ἡ μὲν σὰρξ ἀπέλαβε τὰ πέρατα τῆς ἡδονῆς ἄπειρα, καὶ ἄπειρος αὐτὴν χρόνος παρεσκεύασεν. ἡ δὲ διάνοια τοῦ τῆς σαρκὸς τέλους καὶ πέρατος λαβοῦσα τὸν ἐπιλογισμὸν καὶ τοὺς ὑπὲρ τοῦ αἰῶνος φόβους ἐκλύσασα τὸν παντελῆ βίον παρεσκεύασεν, καὶ οὐθὲν ἔτι τοῦ ἀπείρου χρόνου προσεδεήθη, ἀλλ' οὔτ' ἔφυγε τὴν ἡδονήν, οὔθ' ἡνίκα τὴν ἐξαγωγὴν ἐκ τοῦ ζῆν τὰ πράγματα παρεσκεύαζεν, ὡς ἐλλείπουσά τι τοῦ ἀρίστου βίου κατέστρεψεν.
XX.(20) Η σάρκα έλαβε (από την φύση) άπειρα τα όρια της ηδονής και άπειρος χρόνος (χρειάζεται) για να την κατακτήσει. Η διάνοια όμως αφού με τη λογική κατανόησε τον σκοπό και τα όρια της σάρκας και αφού διέλυσε τους φόβους της αιωνιότητας, προετοίμασε τον τέλειο βίο και ουδόλως έχει ανάγκη πλέον τον άπειρο χρόνο, αλλά ούτε αποφεύγει την ηδονή, και ούτε όταν τα πράγματα οδηγούν στην έξοδο από τη ζωή θεωρεί αυτό καταστροφικό σαν να της λείψει κάτι από τον άριστο βίο.
αποδ. Αρχοντία Λιοντάκη
XXI.(21) Ὁ τὰ πέρατα τοῦ βίου κατειδὼς οἶδεν, ὡς εὐπόριστόν ἐστι τὸ <τὸ> ἀλγοῦν κατ' ἔνδειαν ἐξαιροῦν καὶ τὸ τὸν ὅλον βίον παντελῆ καθιστάν· ὥστε οὐδὲν προσδεῖται πραγμάτων ἀγῶνας κεκτημένων.
XXI.(21) Όποιος έχει κατανοήσει τα όρια της ζωής, γνωρίζει καλά πόσο εύκτητα είναι όλα εκείνα που διώχνουν τον πόνο της στέρησης και καθιστούν τέλεια την ζωή στο σύνολό της. Έτσι, δεν έχει ανάγκη από πράγματα που αποκτούνται με αγώνες.
αποδ. Χρήστος Γιαπιτζάκης
XXII.(22) Τὸ ὑφεστηκὸς δεῖ τέλος ἐπιλογίζεσθαι καὶ πᾶσαν τὴν ἐνάργειαν, ἐφ' ἣν τὰ δοξαζόμενα ἀνάγομεν· εἰ δὲ μή, πάντα ἀκρισίας καὶ ταραχῆς έσται μεστά.
XXII.(22) Πρέπει να συλλογιζόμαστε τον ουσιαστικό σκοπό της ζωής και όλη την φανερή αλήθεια της, που πάνω σ’ αυτήν στηρίζουμε αυτά που νομίζουμε σωστά. Ειδάλλως, τα πάντα θα είναι γεμάτα από λάθος κρίσεις και από ταραχή.
αποδ. θανάσης Γιαπιτζάκης - Μπάμπης Πατζόγλου
XXIII.(23) Εἰ μάχῃ πάσαις ταῖς αἰσθήσεσιν, οὐχ ἕξεις οὐδ' ἃς ἂν φῇς αὐτῶν διεψεῦσθαι πρὸς τί ποιούμενος τὴν ἀναγωγὴν κρίνῃς.
XXIII.(23) Εάν μάχεσαι ενάντια σε όλες τις αισθήσεις, δεν θα έχεις ούτε εκείνες στις οποίες (στηριζόμενος) θα κρίνεις ότι διαψεύσθηκες σε κάτι, κάνοντας την αναγωγή.
αποδ. Αρχοντία Λιοντάκη
XXIV.(24) Εἴ τιν' ἐκβαλεῖς ἁπλῶς αἴσθησιν καὶ μὴ διαιρήσεις τὸ δοξαζόμενον κατὰ τὸ προσμένον καὶ τὸ παρὸν ἤδη κατὰ τὴν αἴσθησιν καὶ τὰ πάθη καὶ πᾶσαν φανταστικὴν ἐπιβολὴν τῆς διανοίας, συνταράξεις καὶ τὰς λοιπὰς αἰσθήσεις τῇ ματαίῳ δόξῃ, ὥστε τὸ κριτήριον ἅπαν ἐκβαλεῖς. εἰ δὲ βεβαιώσεις καὶ τὸ προσμένον ἅπαν ἐν ταῖς δοξαστικαῖς ἐννοίαις καὶ τὸ μὴ τὴν ἐπιμαρτύρησιν, οὐκ ἐκλείψεις τὸ διεψευσμένον· ὡς τετηρηκὼς ἔσῃ πᾶσαν ἀμφισβήτησιν κατὰ πᾶσαν κρίσιν τοῦ ὀρθῶς ἢ μὴ ὀρθῶς.
XXIV.(24) Αν απορρίπτεις γενικά την αίσθηση και δεν διαχωρίσεις την γνώμη για κάτι, που περιμένει επιβεβαίωση, από αυτό που είναι ήδη παρόν (και επομένως αισθητό) στην αίσθηση, στα πάθη και στην κάθε φανταστική επιβολή της διανοίας, θα συνταράξεις και τις υπόλοιπες αισθήσεις με μια λάθος γνώμη, έτσι ώστε θα οδηγηθείς να απορρίψεις κάθε κριτήριο. Εάν θεωρήσεις βέβαιο και κάθε τι που περιμένει επαλήθευση πάνω στις υποκειμενικές έννοιες και αυτό που δεν έχει την επιμαρτύρηση, δεν θα αποφύγεις την διάψευση, επειδή θα εχεις διατηρήσει κάθε αμφισβήτηση σε κάθε σου κρίση περί του ορθού ή του μη ορθού.
αποδ. Τάκης Παναγιωτόπουλος – Αρχοντία Λιοντάκη
XXV.(25) Εἰ μὴ παρὰ πάντα καιρὸν ἐπανοί- σεις ἕκαστον τῶν πραττομένων ἐπὶ τὸ τέλος τῆς φύσεως, ἀλλὰ προκαταστρέψεις εἴτε φυγὴν εἴτε δίωξιν ποιούμενος εἰς ἄλλο τι, οὐκ ἔσονταί σοι τοῖς λόγοις αἱ πράξεις ἀκόλουθοι.
XXV.(25) Εάν σε κάθε περίσταση δεν ταιριάζεις κάθε μία από τις πράξεις σου με τον σκοπό της φύσης(την ηδονή), αλλά εκ των προτέρων στρέψεις και τις αποφυγές και τις επιδιώξεις σου σε κάτι άλλο, δεν πρόκειται να συμφωνούν οι πράξεις σου με τα λόγια σου.
αποδ. θανάσης Γιαπιτζάκης - Μπάμπης Πατζόγλου – Αρχοντία Λιοντάκη
XXVI.(26) Τῶν ἐπιθυμιῶν ὅσαι μὴ ἐπ' ἀλγοῦν ἐπανάγουσιν ἐὰν μὴ συμπληρωθῶσιν οὐκ εἰσὶν ἀναγκαῖαι ἀλλ' εὐδιάχυτον τὴν ὄρεξιν ἔχουσιν, ὅταν δυσπόριστοι ἢ βλάβης ἀπεργαστικαὶ δόξωσιν εἶναι.
XXVI.(26) Από τις επιθυμίες, όσες δεν επιφέρουν πόνο εάν δεν ικανοποιηθούν δεν είναι αναγκαίες, παρά έχουν την τάση να διαλύονται εύκολα όταν δεν μπορούμε να τις ικανοποιήσουμε ή όταν θεωρήσουμε ότι παράγουν βλαβερές συνέπειες.
αποδ. Τάκης Παναγιωτόπουλος
XXVII.(27) Ὧν ἡ σοφία παρασκευάζεται εἰς τὴν τοῦ ὅλου βίου μακαριότητα, πολὺ μέγιστόν ἐστιν ἡ τῆς φιλίας κτῆσις.
XXVII.(27) Από όσα η σοφία προετοιμάζει στην μακαριότητα όλου του βίου, το μέγιστο είναι η απόκτηση της φιλίας.
αποδ. Τάκης Παναγιωτόπουλος
XXVIII.(28) Ἡ αὐτὴ γνώμη θαρρεῖν τε ἐποίησεν ὑπὲρ τοῦ μηθὲν αἰώνιον εἶναι δεινὸν μηδὲ πολυχρόνιον, καὶ τὴν ἐν αὐτοῖς τοῖς ὡρισμένοις ἀσφάλειαν φιλίας μάλιστα κατεῖδε συντελουμένην.
XXVIII.(28) Η ίδια η σκέψη, που μας όπλισε με θάρρος πως κανένα φοβερό πράγμα δεν διαρκεί αιώνια ή έστω για πολύ, μας πείθει και για το ότι στα καθημερινά πράγματα η ασφάλεια συντελείται πρωτίστως με την φιλία.
αποδ. Λεωνίδας Αλεξανδρίδης
XXIX.(29) Τῶν ἐπιθυμιῶν αἱ μέν εἰσι φυσικαὶ καὶ <ἀναγκαῖαι· αἱ δὲ φυσικαὶ καὶ> οὐκ ἀναγκαῖαι· αἱ δὲ οὔτε φυσικαὶ οὔτ‘ ἀναγκαῖαι ἀλλὰ
παρὰ κενὴν δόξαν γινόμεναι. φυσικὰς καὶ ἀναγκαίας ἡγεῖται ὁ Ἐπίκουρος τὰς ἀλγηδόνος ἀπολυούσας, ὡς ποτὸν ἐπὶ δίψους· φυσικὰς δὲ οὐκ
ἀναγκαίας δὲ τὰς ποικιλλούσας μόνον τὴν ἡδονήν, μὴ ὑπεξαιρουμένας δὲ τὸ ἄλγημα, ὡς πολυτελῆ σιτία· οὔτε δὲ φυσικὰς οὔτ‘ ἀναγκαίας,
ὡς στεφάνους καὶ ἀνδριάντων ἀναθέσεις.
XXIX.(29) Από τις επιθυμίες, οι μεν είναι φυσικές και αναγκαίες, άλλες φυσικές αλλά μη αναγκαίες και άλλες ούτε φυσικές ούτε και αναγκαίες, αλλά δημιουργούνται από τις κενές δόξες (κενές γνώμες). Οι φυσικές και αναγκαίες, λέει ο Επίκουρος, είναι αυτές που διώχνουν τον πόνο όπως το ποτό διώχνει την δίψα. Οι φυσικές και μη αναγκαίες είναι αυτές που ποικίλλουν μόνον την ηδονή και δεν διώχνουν τον πόνο, όπως τα πολυτελή γεύματα. Οι δε μη φυσικές και μη αναγκαίες είναι όπως αυτές για στεφάνια και αναθέσεις ανδριάντων.
αποδ. Τάκης Παναγιωτόπουλος
XXX.(30) Ἐν αἷς τῶν φυσικῶν ἐπιθυμιῶν, μὴ ἐπ' ἀλγοῦν δὲ ἐπαναγουσῶν ἐὰν μὴ συντελεσθῶσιν, ὑπάρχει ἡ σπουδὴ σύντονος, παρὰ κενὴν δόξαν αὗται γίνονται καὶ οὐ παρὰ τὴν ἑαυτῶν φύσιν οὐ διαχέονται ἀλλὰ παρὰ τὴν τοῦ ἀνθρώπου κενοδοξίαν.
XXX.(30) Αυτές από τις φυσικές επιθυμίες, που εάν δεν ικανοποιηθούν, δεν φέρνουν πόνο, αλλά όμως παραμένει έντονη η αναζήτησή τους, δημιουργούνται από λάθος δοξασία και δεν διαλύονται όχι εξ αιτίας της φύσεώς τους, αλλά εξ αιτίας της ματαιοδοξίας του ανθρώπου.
αποδ. θανάσης Γιαπιτζάκης - Μπάμπης Πατζόγλου – Αρχοντία Λιοντάκη
XXXI.(31) Τὸ τῆς φύσεως δίκαιόν ἐστι σύμβολον τοῦ συμφέροντος εἰς τὸ μὴ βλάπτειν ἀλλήλους μηδὲ βλάπτεσθαι.
XXXI.(31) Το δίκαιο της φύσεως, είναι το συμβόλαιο του συμφέροντος στο να μη βλάπτει ο ένας τον άλλον ούτε και να βλάπτεται.
αποδ. Τάκης Παναγιωτόπουλος
XXXII.(32) Ὅσα τῶν ζῴων μὴ ἐδύνατο συνθήκας ποιεῖσθαι τὰς ὑπὲρ τοῦ μὴ βλάπτειν ἄλληλα μηδὲ βλάπτεσθαι, πρὸς ταῦτα οὐθὲν ἦν δίκαιον οὐδὲ ἄδικον. ὡσαύτως δὲ καὶ τῶν ἐθνῶν ὅσα μὴ ἐδύνατο ἢ μὴ ἐβούλετο τὰς συνθήκας ποιεῖσθαι τὰς ὑπὲρ τοῦ μὴ βλάπτειν μηδὲ βλάπτεσθαι.
XXXII.(32) Για όσα έμβια όντα δεν μπόρεσαν να συνάψουν συμφωνία να μην βλάπτει το ένα το άλλο και να μην βλάπτεται, δεν υπάρχει ούτε δίκαιο ούτε άδικο. Το ίδιο ισχύει και για όσους λαούς δεν μπόρεσαν ή δεν θέλησαν να συμφωνήσουν να μην βλάπτει ο ένας τον άλλον και να μην βλάπτεται.
αποδ. Λεωνίδας Αλεξανδρίδης
XXXIII.(33) Οὐκ ἦν τι καθ' ἑαυτὸ δικαιοσύνη, ἀλλ' ἐν ταῖς μετ‘ ἀλλήλων συστροφαῖς καθ' ὁπηλίκους δή ποτε ἀεὶ τόπους συνθήκη τις ὑπὲρ τοῦ μὴ βλάπτειν ἢ βλάπτεσθαι.
XXXIII.(33) Η δικαιοσύνη δεν υπάρχει ως κάτι αυθύπαρκτο, αλλά αποτελεί κάποια συνθήκη, σύμφωνα με την οποίαν στις αμοιβαίες επαφές των ανθρώπων, όπου και όποτε αυτές λαμβάνουν χώρα, κανένας δεν θα βλάπτει τον άλλον και κανένας δεν θα βλάπτεται.
αποδ. Λεωνίδας Αλεξανδρίδης
XXXIV.(34) Ἡ ἀδικία οὐ καθ' ἑαυτὴν κακόν, ἀλλ' ἐν τῷ κατὰ τὴν ὑποψίαν φόβῳ εἰ μὴ λήσει τοὺς ὑπὲρ τῶν τοιούτων ἐφεστηκότας κολαστάς.
XXXIV.(34) Η αδικία δεν είναι κακό αυτή καθεαυτή, αλλά μέσω του φόβου εκείνου που τη διαπράττει ότι δεν θα ξεφύγει από τους αρμόδιους τιμωρούς παρόμοιων πράξεων.
αποδ. Χρήστος Γιαπιτζάκης
XXXV.(35) Οὐκ ἔστι τὸν λάθρᾳ τι ποιοῦντα ὧν συνέθεντο πρὸς ἀλλήλους εἰς τὸ μὴ βλάπτειν μηδὲ βλάπτεσθαι πιστεύειν ὅτι λήσει, κἂν μυριάκις ἐπὶ τοῦ παρόντος λανθάνῃ. μέχρι μὲν καταστροφῆς ἄδηλον εἰ καὶ λήσει.
XXXV.(35) Όποιος παραβαίνει στα κρυφά κάτι από όσα έχουν συμφωνήσει μεταξύ τους οι άνθρωποι για να μην βλάπτουν και να μην βλάπτονται δεν θα έχει ποτέ την βεβαιότητα ότι τελικά δεν θα φανερωθεί, ακόμα και αν η πράξη του έχει μείνει προς το παρόν κρυφή χιλιάδες φορές. Γιατί είναι άδηλο κατά πόσο θα μείνει το ίδιο κρυφή έως την στιγμή του θανάτου του.
αποδ. Λεωνίδας Αλεξανδρίδης
XXXVI.(36) Κατὰ μὲν <τὸ> κοινὸν πᾶσι τὸ δίκαιον τὸ αὐτό, συμφέρον γάρ τι ἦν ἐν τῇ πρὸς ἀλλήλους κοινωνίᾳ· κατὰ δὲ τὸ ἴδιον χώρας καὶ ὅσων δή ποτε αἰτίων οὐ πᾶσι συνέπεται τὸ αὐτὸ δίκαιον εἶναι.
XXXVI.(36) Γενικά, το δίκαιο είναι το ίδιο για όλους, διότι υπάρχει κάτι το ωφέλιμο στην κοινωνική τους ζωή. Ανάλογα με την ιδιαιτερότητα του κάθε τόπου και των συνθηκών του, όποιες και αν είναι αυτές, δεν συμβαίνει να είναι το ίδιο πράγμα δίκαιο.
αποδ. Λεωνίδας Αλεξανδρίδης
XXXVII.(37) Τὸ μὲν ἐπιμαρτυρούμενον ὅτι συμφέρει ἐν ταῖς χρείαις τῆς πρὸς ἀλλήλους κοινωνίας τῶν νομισθέντων εἶναι δικαίων ἔχει τὸ ἐν τοῦ δικαίου χώρᾳ εἶναι, ἐάν τε τὸ αὐτὸ πᾶσι γένηται ἐάν τε μὴ τὸ αὐτό. ἐὰν δὲ νόμον θῆταί τις, μὴ ἀποβαίνῃ δὲ κατὰ τὸ συμφέρον τῆς πρὸς ἀλλήλους κοινωνίας, οὐκέτι τοῦτο τὴν τοῦ δικαίου φύσιν ἔχει. κἂν μεταπίπτῃ τὸ κατὰ τὸ δίκαιον συμφέρον χρόνον δέ τινα εἰς τὴν πρόληψιν ἐναρμόττῃ, οὐδὲν ἧττον ἐκεῖνον τὸν χρόνον ἦν δίκαιον τοῖς μὴ φωναῖς κεναῖς ἑαυτοὺς συνταράττουσιν ἀλλ' ἁπλῶς εἰς τὰ πράγματα βλέπουσιν.
XXXVII.(37) Εκείνο, που επιμαρτυρείται ότι συμφέρει στις ανάγκες της κοινωνικής ζωής, πρέπει να έχει την ισχύ του δικαίου, είτε είναι είτε δεν είναι το ίδιο για όλους. Αν όμως κάποιος, απλώς θεσπίσει έναν νόμο, ο οποίος δεν αποβαίνει προς το συμφέρον της κοινωνικής ζωής, ο νόμος αυτός δεν έχει πλέον την φύση του δικαίου.(1) Ακόμη και αν μεταβάλλεται το συμφέρον που είναι σύμφωνο με το δίκαιο, για κάποιο χρόνο εναρμονίζεται με την κοινή γνώμη, καθόλου δεν ήταν λιγότερο δίκαιο σ’ εκείνο το χρονικό διάστημα, γι αυτούς που δεν συνταράσσονται από τα κούφια λόγια αλλά βλέπουν την πραγματικότητα.(2)
αποδ. (1)Λεωνίδας Αλεξανδρίδης (2)Αρχοντία Λιοντάκη
XXXVIII.(38) Ἔνθα μὴ καινῶν γενομένων τῶν περιεστώτων πραγμάτων ἀνεφάνη μὴ ἁρμόττοντα εἰς τὴν πρόληψιν τὰ νομισθέντα δίκαια ἐπ' αὐτῶν ἔργων, οὐκ ἦν ταῦτα δίκαια. ἔνθα δὲ καινῶν γενομένων τῶν πραγμάτων οὐκ ἔτι συνέφερε τὰ αὐτὰ δίκαια κείμενα, ἐνταῦθα δὲ τότε μὲν ἦν δίκαια, ὅτε συνέφερεν εἰς τὴν πρὸς ἀλλήλους κοινωνίαν τῶν συμπολιτευομένων· ὕστερον δ‘ οὐκ ἦν ἔτι δίκαια, ὅτε μὴ συνέφερεν.
XXXVIII.(38) Όποτε φάνηκε ότι, χωρίς να υπάρχουν μεταβολές στις κοινωνικές συνθήκες, δεν ταίριαζαν αυτά που θεωρούνται δίκαια στην πρακτική εφαρμογή τους, τότε έπαψαν αυτά να είναι δίκαια. Και όποτε υπήρξαν νέες κοινωνικές συνθήκες, ακόμα και τότε, δεν υπήρχε πιθανότητα να εφαρμοστούν αυτά τα δίκαια. Και ήταν αυτά δίκαια, όταν υπήρχε αποτέλεσμα στην κοινωνική ζωή των συμπολιτών μεταξύ τους. Και δεν έφερναν αποτέλεσμα, όταν αυτά δεν ήταν πλέον δίκαια.
αποδ. θανάσης Γιαπιτζάκης - Μπάμπης Πατζόγλου
XXXIX.(39) Ὁ τὸ μὴ θαρροῦν ἀπὸ τῶν ἔξωθεν ἄριστα συστησάμενος οὗτος τὰ μὲν δυνατὰ ὁμόφυλα κατεσκευάσατο· τὰ δὲ μὴ δυνατὰ οὐκ ἀλλόφυλά γε· ὅσα δὲ μηδὲ τοῦτο δυνατὸς ἦν, ἀνεπίμεικτος ἐγένετο, καὶ ἐξωρίσατο ὅσα τοῦτ' ἐλυσιτέλει πράττειν.
XXXIX.(39) Αυτός που φρόντισε με άριστο τρόπο για την ασφάλειά του από τους εξωτερικούς εχθρούς, αυτά μεν που μπορούσε, τα έκανε φιλικά προς αυτόν, αυτά όμως που δεν μπορούσε, δεν τα έκανε εχθρικά τουλάχιστον. Για όσα δε ούτε αυτό του ήταν δυνατόν να κάνει, αποστασιοποιήθηκε, και απομάκρυνε από κοντά του όσα έτσι συνέφερε να κάνει.
αποδ. Αρχοντία Λιοντάκη
XL.(40) Ὅσοι τὴν δύναμιν ἔσχον τοῦ τὸ θαρρεῖν μάλιστα ἐκ τῶν ὁμορούντων παρασκευάσασθαι, οὕτω καὶ ἐβίωσαν μετ' ἀλλήλων ἥδιστα τὸ βεβαιότατον πίστωμα ἔχοντες, καὶ πληρεστάτην οἰκειότητα ἀπολαβόντες οὐκ ὠδύραντο ὡς πρὸς ἔλεον τὴν τοῦ τελευτήσαντος προκαταστροφήν.
XL.(40) Όσοι είχαν την δύναμη να εξασφαλισθούν προπαντός από τους γείτονές τους έζησαν υπέροχα μεταξύ τους έχοντας την πιο σίγουρη εγγύηση. Και καθώς απόλαυσαν την φιλική σχέση στην πληρέστερη μορφή της, δεν οδύρονται για εκείνον που η ζωή του τέλειωσε πριν από την δική τους, σαν να τον λυπούνται.
αποδ. Λεωνίδας Αλεξανδρίδης