Ο Λουκιανός γεννήθηκε στα Σαμόσατα της Συρίας, γύρω στο 120 μετά την σύγχρονη χρονολόγηση. Εκεί πέρασε τα παιδικά του χρόνια και έλαβε τη στοιχειώδη εκπαίδευση. Η έντονη φιλομάθειά του τον έκανε να στραφεί στα γράμματα. Αφού μελέτησε τα ελληνικά, ξεκίνησε να μάθει τη ρητορική τέχνη στις ρητορικές σχολές της Ιωνίας. Στην Αντιόχεια άσκησε τη δικανική ρητορεία, που θεωρούνταν το κατώτερο είδος ρητορικής. Στη Σμύρνη σπούδασε τη σοφιστική (ή επιδεικτική) ρητορική, κυρίως ως μέσον προσπορισμού χρημάτων. Κατόπιν άρχισε να ταξιδεύει, επιδεικνύοντας τις ρητορικές του ικανότητες, σε διάφορες πόλεις της Μικράς Ασίας, της Ελλάδας, της Μακεδονίας, της Ιταλίας και της Γαλατίας. Ωστόσο, δεν έμενε ικανοποιημένος με τη ρητορική, και τελικά απογοητεύτηκε, θεωρώντας την ρηχή. Σε ηλικία 40 ετών στράφηκε στη φιλοσοφία. Πνεύμα κατεξοχήν ανήσυχο, εντρύφησε σχεδόν σε όλες τις φιλοσοφικές σχολές, δείχνοντας προτίμηση όπως φαίνεται μέσα από τα έργα του κυρίως στην επικούρεια φιλοσοφία. Το 165 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, την "πρωτεύουσα του πνεύματος" της εποχής εκείνης. Εκεί ανέπτυξε τον ιδιαίτερο τρόπο γραφής του, χρησιμοποιώντας κατά κόρον τον λιτό και απέριττο διάλογο και τη χαριτολογία. Τα έργα του έχουν ένα κωμικό, πειρακτικό ύφος, που είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του γνώρισμα. Συχνά όμως, ιδιαίτερα προς το τέλος της ζωής του, ο λόγος του γεμίζει με πικρία και σαρκασμό. Είναι ένας λόγος οξύς, όσο και υπεύθυνος. Στο έργο του αλλά και στη ζωή του, είναι εμφανείς οι επιρροές που δέχτηκε από την Επικούρεια φιλοσοφία. Προς το τέλος της ζωής του ανέλαβε θέση ανώτατου διοικητικού στην Αίγυπτο. Ο θάνατός του χρονολογείται μεταξύ των ετών 180 και 192 μετά την σύγχρονη χρονολόγηση.
Ένα ακόμα γελοιότατο εποίησε ο Αλέξανδρος. Αφού βρήκε τις Κύριες Δόξες του Επίκουρου,
το κάλλιστο των βιβλίων του, αυτό που περιέχει τα κεφαλαιώδη δόγματα της σοφίας αυτού του ανδρός,
το έφερε στη μέση της Αγοράς και το έκαψε με ξύλα συκιάς σα να έκαιγε δήθεν τον ίδιο τον Επίκουρο
και πέταξε τις στάχτες στη θάλασσα λέγοντας αυτόν το χρησμό:
σας καλώ να κάψετε τις δόξες του τυφλωμένου γέροντα,
δίχως να γνωρίζει ο καταραμένος πόσων αγαθών γίνεται αίτιο το βιβλίο εκείνο, σε αυτούς που τους τυχαίνει
και πόση ειρήνη και αταραξία και ελευθερία ενεργεί εντός τους, αφού απαλλάσσει από τις φοβέρες των φαντασμάτων και τεράτων
αλλά και των μάταιων ελπίδων και των περιττών επιθυμιών. Λογική και αλήθεια βάζει εντός
και εξαγνίζει αληθινά τις γνώμες, όχι με δαδί και σκυλλοκρέμυδο και άλλες τέτοιες φλυαρίες,
αλλά με τον ορθό λόγο, την αλήθεια και την παρρησία.
ἓν γοῦν καὶ γελοιότατον ἐποίησεν ὁ Ἀλέξανδρος: εὑρὼν γὰρ τὰς Ἐπικούρου κυρίας δόξας,
τὸ κάλλιστον, ὡς οἶσθα, τῶν βιβλίων καὶ κεφαλαιώδη περιέχον τῆς τἀνδρὸς σοφίας τὰ δόγματα,
κομίσας εἰς τὴν ἀγορὰν μέσην ἔκαυσεν ἐπὶ ξύλων συκίνων ὡς δῆθεν αὐτὸν καταφλέγων,
καὶ τὴν σποδὸν εἰς τὴν θάλασσαν ἐξέβαλεν, ἔτι καὶ χρησμὸν ἐπιφθεγξάμενος
Πυρπολέειν κέλομαι δόξας ἀλαοῖο γέροντος
οὐκ εἰδὼς ὁ κατάρατος ὅσων ἀγαθῶν τὸ βιβλίον ἐκεῖνο τοῖς ἐντυχοῦσιν αἴτιον γίγνεται,
καὶ ὅσην αὐτοῖς εἰρήνην καὶ ἀταραξίαν καὶ ἐλευθερίαν ἐνεργάζεται, δειμάτων μὲν καὶ φασμάτων
καὶ τεράτων ἀπαλλάττον καὶ ἐλπίδων ματαίων καὶ περιττῶν ἐπιθυμιῶν, νοῦν δὲ καὶ ἀλήθειαν ἐντιθὲν
καὶ καθαῖρον ὡς ἀληθῶς τὰς γνώμας, οὐχ ὑπὸ δᾳδὶ καὶ σκίλλῃ καὶ ταῖς τοιαύταις φλυαρίαις,
ἀλλὰ λόγῳ ὀρθῷ καὶ ἀληθείᾳ καὶ παρρησίᾳ.
Τάκης Παναγιωτόπουλος