Κείμενα Επικούρειας Φιλοσοφίας

*Η παρακάτω δημοσίευση, έχει αναρτηθεί με την άδεια του συγγραφέα


Η ΗΔΟΝΗ ΑΡΧΗ ΚΑΙ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΜΑΚΑΡΙΑΣ ΖΩΗΣ

του Λεωνίδα Αλεξανδρίδη

Η ηθική θεωρεία του Επίκουρου έχει δύο σκέλη, την τετραφάρμακο που έχει προληπτικό χαρακτήρα, στηριζόμενη δε στη φυσιολογία στοχεύει στην εξάλειψη του αδικαιολόγητου φόβου και της ταραχής από την ανθρώπινη ψυχή και την αρχή της ηδονής, η οποία στηριζόμενη σε ένα φυσιοκρατικό αλγόριθμο των επιθυμιών, προσφέρει ένα θετικό πρόγραμμα για την επιδίωξη της ευδαιμονίας.

Η έννοια της ηδονής

Η λέξη ηδονή στην επικούρεια φιλοσοφία έχει δύο έννοιες. Ηδονή είναι η ευχαρίστηση από το φαγητό, το πιοτό, από ένα θέαμα κλπ. Ηδονή όμως είναι, η ευάρεστη διάθεση που νοιώθουμε, όταν λείψει κάθε ενόχληση, πείνα, δίψα ή άλλη επιθυμία ή και φροντίδα, δηλαδή αυτό που η επικούρεια φιλοσοφία ονομάζει "παντὸς τοῦ ἀλγοῦντος ὑπεξαίρεσις".
Και όπως αναφέρει ο Δογένης Λαέρτιος: "η αταραξία και η έλλειψη πόνου, είναι ηδονές κατάστασης (καταστηματικές). Ενώ η χαρά και η ευφροσύνη, είναι ηδονές κατά κίνηση (κινητικές)". ("ἡ μὲν γὰρ ἀταραξία καὶ ἀπονία καταστηματικαί εἰσιν ἡδοναί· ἡ δὲ χαρὰ καὶ ἡ εὐφροσύνη κατὰ κίνησιν ἐνεργείᾳ βλέπονται")1
Για τη χαρά και την ευφροσύνη, η κίνηση είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα. Η κατάσταση όμως της απόλυτης γαλήνης για τον Επίκουρο, είναι το μέγιστο αγαθό. Όταν έχουμε κατακτήσει την γαλήνια ψυχική διάθεση δεν χρειαζόμαστε καμιά ηδονή, ούτε χαρά, ούτε ευφροσύνη, γιατί αυτές, όπως και κάθε συναίσθημα, προκαλούν διέγερση. "Διότι τότε χρειαζόμαστε την ηδονή, όταν πονάμε λόγω της στέρησης της, ενώ όταν δεν πονάμε, δεν χρειαζόμαστε πιά την ηδονή". ("Τότε γὰρ ἡδονῆς χρείαν ἔχομεν ὅταν ἐκ τοῦ μὴ παρεῖναι τὴν ἡδονὴν ἀλγῶμεν· <ὅταν δὲ μὴ ἀλγῶμεν,> οὐκέτι τῆς ἡδονῆς δεόμεθα") 2

Ο καθ. Δημήτρης Ποταμιάνος θεωρώντας το χωρίο αυτό αμφισβητούμενο προτείνει μια τελείως διαφορετική ερμηνεία: Στο κείμενο αυτό, γράφει, υπάρχει μία προσθήκη:"ὅταν δὲ μὴ ἀλγῶμεν", που υποτίθεται ότι κάνει το κείμενο πιο κατανοητό, αλλά φαίνεται ότι δημιουργεί σύγχυση. Χωρίς αυτή την προσθήκη η μορφή του κειμένου είναι: "Γιατί τότε χρειαζόμαστε την ηδονή. Ενώ όταν πονάμε από την απουσία της, δεν την χρειαζόμαστε πια". (Τότε γὰρ ἡδονῆς χρείαν ἔχομεν ὅταν ἐκ τοῦ μὴ παρεῖναι τὴν ἡδονὴν ἀλγῶμεν· οὐκέτι τῆς ἡδονῆς δεόμεθα) Η φράση έτσι γίνεται αρκετά αινιγματική. Η εξήγηση που δίνεται μπορεί να είναι ότι: "Αυτός που πονάει από την απουσία της, από την έλειψη ηδονής – ο ανικανοποίητος και ο ματαιόδοξος άνθρωπος – απλούστατα δεν είναι άξιος της και δεν έχει κυρίως τι να την κάνει." 3
Και αναλύει την ενδιαφέρουσα πρότασή του για την ερμηνεία αυτής της φράσης. Η διπλή αυτή έννοια του όρου της ηδονής, αφ ΄ενός για την ψυχική γαλήνη και αφ΄ ετέρου για τις αισθησιακές απολαύσεις, προκάλεσε πλήθος παρανοήσεων και πολεμικής κατά της επικούριας φιλοσοφίας. Τέτοια πολεμική βρίσκουμε στα έργα π.χ. του Κικέρωνα, του Πλούταρχου, αλλά και στους εκκλησιαστικούς Πατέρες. Όπως αναφέρει ο καθηγητής Χαράλαμπος Θεοδωρίδης, η διαστράβλωση παρουσιάζεται στο ότι: "για ύψιστο αγαθό έχουν την ηδονή. Αποθέωση της κοιλιάς. Να φάμε να πιούμε, γιατί αύριο θα πεθάνουμε. Είναι ο αντίλαλος που αναδίδει κάθε άδειος χώρος, δηλαδή το κούτελο κάθε φιλισταίου, στο όνομα Επίκουρος". Η σύγχυση για την έννοια της επικούρειας ηδονής, οφείλεται πέραν των άλλων και στην επιμονή των ιδεαλιστικών κυρίως φιλοσοφιών να χωρίζουν τις σωματικές από τις πνευματικές ευχαριστήσεις.

Έτσι, η έννοια της επικούρειας ηδονής ταυτίζεται λανθασμένα με τις δοξασίες της Κυρηναϊκής Σχολής του Αρίστιππου, που θεωρούσε ότι το μεγαλύτερο από τα αγαθά είναι η τέρψη. Ο άνθρωπος πρέπει να αποφεύγει τους μακροπρόθεσμους στόχους, διότι τον αποπροσανατολίζουν και τον αποτρέπουν από την απόλαυση των αγαθών της ζωής. Μόνο η σωματική ηδονή, κατά τον Αρίστιππο, οδηγεί στην ευτυχία, αποκλείοντας έτσι την την ψυχική και την πνευματική.

Έντονη είναι η διάκριση της σωματικής ηδονής από την πνευματική και στον Δημόκριτο, αλλά και στον Πλάτωνα και στον Αριστοτέλη. Ο Δημόκριτος αποκρούει την σωματική σαν σαρκική ("από γαστρός, βρώσεις, πόσεις, αφροδίσια") και αυτήν χαρακτηρίζει ως ηδονή. Ανώτερες και ευγενικότερες είναι οι πνευματικές ηδονές και μέτρο για τη διάκριση το καλό και το αληθινό. Ύψιστη απόλαυση είναι η διανοητική εργασία, να ερευνάς όσα γίνονται γύρω σου και μέσα σου. Και γι΄αυτό χρησιμοποιεί τον όρο ευθυμία, που είναι η ευάρεστη διάθεση της ψυχής.
Ο Διογένης Λαέρτιος γράφει για τον Δημόκριτο: Όταν λέγει ευθυμία, δεν εννοεί το ίδιο με την ηδονή, όπως μερικοί το υποθέτουν παρερμηνεύοντας, "αλλά κατά την οποία η ψυχή βρίσκεται σε κατάσταση γαλήνης και σταθερότητας χωρίς να ταράσσεται από κανένα φόβο ή δεισιδαιμονία ή κάποιο άλλο πάθος". ("Aλλὰ καθ' ἣν γαληνῶς καὶ εὐσταθῶς ἡ ψυχὴ διάγει, ὑπὸ μηδενὸς ταραττομένη φόβου ἢ δεισιδαιμονίας ἢ ἄλλου τινὸς πάθους")4
Εξ΄ άλλου οι Στωικοί χαρακτήριζαν ως χαρά την "εύλογον έπαρσιν", ως ηδονήν την "άλογον έπαρσιν", ως τέρψη την ηδονή από την ακοή, ως ευφροσύνη την ηδονή από ωραίους λόγους.

Όμως για τον Επίκουρο η έννοια της ηδονής είναι σαφώς προσδιορισμένη. Στην Επιστολή προς Μενοικέα γράφει:
"Όταν, λοιπόν, λέμε ότι σκοπός μας είναι η ηδονή, δεν εννοούμε τις ηδονές των ασώτων ή των απολαύσεων, όπως νομίζουν μερικοί που αγνοούν ή διαφωνούν ή είναι κακώς πληροφορημένοι, αλλά το να μην έχουμε σωματικούς πόνους και να μην ταράζεται η ψυχή μας". ("Ὅταν οὖν λέγωμεν ἡδονὴν τέλος ὑπάρχειν, οὐ τὰς τῶν ἀσώτων ἡδονὰς καὶ τὰς ἐν ἀπολαύσει κειμένας λέγομεν, ὥς τινες ἀγνοοῦντες καὶ οὐχ ὁμολογοῦντες ἢ κακῶς ἐκδεχόμενοι νομίζουσιν, ἀλλὰ τὸ μήτε ἀλγεῖν κατὰ σῶμα μήτε ταράττεσθαι κατὰ ψυχήν") 5

Η επικούρεια αρχή για την καταστηματική ηδονή αποτελεί το αποκορύφωμα του συνόλου της φιλοσοφίας του Επίκουρου και το σκοπό (τέλος) του ανθρώπινου βίου. Για να την επιτύχουμε, είναι ανάγκη να γαληνέψει η ψυχή μας προσπερνώνας κάθε τι που μας φέρνει ταραχή, υλικές ανάγκες, άτομα που μπορούν να μας βλάψουν λανθασμένες ιδέες και προκαταλήψεις, καθώς και όλες αυτές τις καθημερινές τριβές σε ένα κοινωνικό περίγυρο άσχημο και εχθρικό.

Η Αρχή της Ηδονής

Στην επιστολή προς Μενοικέα ο Επίκουρος επισημαίνει ότι: "Και γι΄αυτό λέμε ότι η ηδονή είναι αρχή και τέλος της μακαρίας ζωής". ("καὶ διὰ τοῦτο τὴν ἡδονὴν ἀρχὴν καὶ τέλος λέγομεν εἶναι τοῦ μακαρίως ζῆν" - ΔΛ Ι.129)
Θα προσπαθήσουμε να διερευνήσουμε τις διαφορετικές σημασίες της έννοιας της ηδονής και το μετασχηματισμό της, καθώς και την σημασία της για τον καθορισμό των ανθρωπίνων ενεργειών, των επιλογών και των αποφυγών.

Γνωρίζουμε ότι με το τετραπλό κριτήριο της αληθείας ο Επίκουρος δίνει το προβάδισμα στις αισθήσεις και στα συναισθήματα (πάθη), για κάθε έρευνα που αφορά τον φυσικό ή τον ανθρώπινο κόσμο. Επίσης είναι γνωστό ότι όπως ακριβώς η αίσθηση είναι πρωτογενής σε ότι αφορά τα φαινόμενα του φυσικού κόσμου, έτσι και τα πάθη έχουν θεμελιακό χαρακτήρα για τον προσδιορισμό των ορίων του ανθρώπινου κόσμου γενικά και της ανθρώπινης δράσης ειδικότερα.
Κάθε επιλογή και αποφυγή και κατ΄ επέκταση κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα, καθορίζεται πρωτίστως από τα δύο πιο φυσικά στοιχειώδη και μη αναγώγιμα συναισθήματα που νοιώθουν όλα τα ζώντανα πλάσματα, την ηδονή και τον πόνο (αλγηδόνα). Τα δύο αυτά συναισθήματα, σύμφωνα με την αναφορά του Διογένη Λαέρτιου, γεννιούνται σε κάθε ζωντανό ον και καθορίζουν τις προτιμήσεις και τις αποφυγές του. Η ηδονή και ο πόνος είναι παρόντα ευθύς εξ΄ αρχής. Αποτελούν μιαν αρχήν της ίδιας της βιολογικής διαδρομής όλων των ζωντανών όντων. Μπορούν λοιπόν να θεωρηθούν ως αφετηρία αλλά και ως αρχή μιάς φυσικής πορείας ζωής, κοινά σε όλο το ζωικό κόσμο.
Πέραν τούτου, η ηδονή είναι συναίσθημα συγγενές (οικείον) προς το ζωντανό οργανισμό, ενώ ο πόνος ξένο (αλλότριον) προς τη φύση του. Ο Επίκουρος τονίζει το προβάδισμα της ηδονής, "ως ταύτην γὰρ ἀγαθὸν πρῶτον καὶ συγγενικὸν ἔγνωμεν" ή "πρῶτον ἀγαθὸν καί σύμφυτον".
Όλα τα ζωντανά πλάσματα κινούνται ή έλκονται προς το πρωταρχικό και φυσικότατο αγαθό, την ηδονή. Αντίθετα, επιζητουν την απομάκρυνση από το πρώτο και πιο φυσικό κακό, τον πόνο και τη δυστυχία. Η αντίθεση ηδονής - πόνου καθορίζει όλη την δραστηριότητα μέσα στον κόσμο.

Η εξασφάλιση των πιο στοιχειωδών ηδονών και η εξάλειψη των πιο στοιχειωδών πόνων σημαίνει για όλα τα ζωντανά όντα την ικανοποίηση των πιο θεμελιωδών και πρωταρχικών αναγκών τους, την τροφή, το ποτό και την ασφάλεια. Η απρόσκοπτη ικανοποίηση των επιθυμιών αυτών προκαλεί στον ζωντανό οργανισμό ένα αίσθημα ηδονής που αναπληρώνει τις ελλείψεις τους. Δεν μπορεί να υπάρξει φυσική πορεία ζωής, αν αυτός ο στοιχειώδης όρος δεν εκπληρωθεί.
Η ηδονή, θεωρουμένη ως μια αρχή ζωής, προϋποθέτει σε αυτή τη φάση την απρόσκοπτη ικανοποίηση των στοιχειωδών αναγκών, των "φυσικών και αναγκαίων" επιθυμιών που είναι απαραίτητες για την ίδια τη ζωή. Τέτοιες ηδονές γίνονται το κατ΄εξοχήν κριτήριο επιλογής και αποφυγής των μέσων ικανοποίησης αυτών των απόλυτα στοιχειωδών αναγκών. Όμως μπορούν να θεωρηθούν και ως στόχος ή σκοπός (τέλος), ως μια κατάσταση που επικρατεί από τη στιγμή που οι ανάγκες αυτές έχουν ικανοποιηθεί. Και αυτό μπορεί να γίνει κατανοητό με τη διάκριση της ηδονής σε δύο είδη.
Ο Επίκουρος λοιπόν όπως έχει ήδη αναφερθεί, διακρίνει την ηδονή σε δυο είδη, την ηδονή κατάστασης ή καταστηματική και την κινητική ή εν κινήσει ηδονή.
Κάθε άνθρωπος όπως και κάθε ζωντανό όν, έχει ανάγκη την ικανοποίηση των πλέον φυσικών και αναγκαίων επιθυμιών που είναι απαραίτητες για την επιβίωσή του, η έλλειψη ή η στέρηση των οποίων προκαλεί πόνο σ΄αυτόν. Η κίνηση προς τη φυσική αναπλήρωση αυτού που ο οργανισμός στερείται, είναι ταυτόχρονα κίνηση προς την εξάλειψη του αιτίου του πόνου και της δυσφορίας. Πρόκειται για μια κίνηση του οργανισμού προς το αντικείμενο της φυσικής του επιθυμίας.

Από τη στιγμή όμως που οι ανάγκες αυτές έχουν ικανοποιηθεί, το ζωντανό ον νοιώθει ένα αίσθημα ικανοποίησης που διαρκεί μέχρι την επόμενη εμπειρία δυσφορίας και πόνου που θα οφείλεται στην απουσία ή έλλειψη των φυσικών αντικειμένων της επιθυμίας. Μέσα σ΄αυτόν τον συνεχή κύκλο ανάγκης – ικανοποίησης – ανάγκης ή ηδονής – πόνου – ηδονής, υπάρχουν περίοδοι ηρεμίας και γαλήνης. Αυτή είναι η καταστηματική ηδονή, δηλαδή μια αδρανής, εσωτερική, σταθερή κατάσταση πραγμάτων, που προκύπτει από την ενεργό εξωτερική, ασυνεχή επιδίωξη της ηδονής εν κινήσει. Μια σταθερή κατάσταση του οργανισμού, όπου κάθε ανάγκη και επιθυμία έχει εξαλειφθεί, μια φυσική ισορροπία που είναι εκ φύσεως ηδονική.

Συνεπώς, ακόμη και σε σχέση με τις πιο στοιχειώδεις ανάγκες του σώματος, η ηδονή μπορεί να θεωρηθεί ως το φυσικό τέλος μιάς δραστηριότητας. Όσον αφορά το σώμα, η καταστηματική ηδονή αποτελεί μια κατάσταση πραγμάτων που εξασφαλίζει την σωματική υγεία ή αοχλησία, απαραίτητο συστατικό της τελικής κατάστασης της μακαριότητας. Καθώς η καταστηματική ηδονή σχετίζεται με τις πιο θεμελιώδεις ανάγκες για την ίδια τη ζωή, η σαφής κατανόησή της είναι απαραίτητη για την εξασφάλιση των υψηλοτέρων αγαθών της ζωής, του σώματος στην αρχή και ύστερα της ψυχής.

Το άτομο ως φυσικό ον, έχει τη δυνατότητα με τις αισθήσεις του να κρίνει τα όρια των επιθυμιών του και κατά συνέπεια τα όρια των ηδονών του. Αρχίζοντας από τις πιο στοιχειώδεις επιθυμίες, μπορεί να παρατηρεί ότι η σωματική ηδονή που αισθάνεται όταν ικανοποιεί κάποιες από τις επιθυμίες αυτές, έχει την τάση να περνά από ένα κατώτερο κινητικό στάδιο σε ένα ανώτερο καταστασιακό. Από μια προσωρινή ενεργή φάση κίνησης σε μια κατάσταση ανάπαυλας, αλλά όχι ακινησίας.

Τα όρια των ηδονών προσδιορίζονται ως το σημείο στο οποίο η φυσική επιθυμία έχει μόλις ικανοποιηθεί μέχρι το φυσικό της όριο. Και τον προσδιορισμό αυτό τον κάνουν τα ίδια τα όργανα της αίσθησης του σώματος, εφ΄όσον βέβαια δεν έχει διαφθαρεί από αφύσικες και μάταιες συνήθειες.
Εφ΄όσον λοιπόν το άτομο αντιληφθεί τα όρια της επιθυμίας και της ηδονής χρησιμοποιώντας τη βούληση του, πρέπει να επιδιώξει την σταθεροποίηση της κατάστασης της ηδονής. Ο άνθρωπος που είναι εξοπλισμένος με φρόνηση μπορεί να βάλει σε τάξη τις πράξεις του τις επιλογές του και τις αποφυγές του κατά τρόπο ώστε να αποκτήσει την ηδονή στο βέλτιστο βαθμό. Απαραίτητη γι΄αυτό είναι η φυσική ισορροπία, που μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη συνειδητή και πειθαρχημένη αυτοσυγκράτηση με βάση τη σαφή αντιληψη των ορίων της επιθυμίας και της ηδονής. Κατ΄αυτό τον τρόπο προχωρά η διαδικασία μετάβασης από την κινητική ηδονή σε μια κατάσταση ηρεμίας και γαλήνης που είναι η καταστηματική ηδονή.

Τα όρια της ηδονής προσδιορίζονται και από το άλλο (αρνητικό) κριτήριο, το κριτήριο του πόνου, όπου κατά τον Επίκουρο: "όριο για το μέγεθος των ηδονών είναι η εξάλειψη κάθε πόνου. Όπου είναι παρούσα η ηδονή, δεν υπάρχει, για όσο χρόνο διαρκεί αυτή, σωματικός ή ψυχικός πόνος και και τα δύο αυτά μαζί". ("Ὅρος τοῦ μεγέθους τῶν ἡδονῶν ἡ παντὸς τοῦ ἀλγοῦντος ὑπεξαίρεσις. ὅπου δ' ἂν τὸ ἡδόμενον ἐνῇ, καθ' ὃν ἂν χρόνον ᾖ, οὐκ ἔστι τὸ ἀλγοῦν ἢ τὸ λυπούμενον ἢ τὸ συναμφότερον") 6

Στην πραγματικότητα η ηδονήκαι ο πόνος (η άλγηδών) λειτουργούν με αμοιβαιότητα. Μπορούμε να κρίνουμε την πρώτη αναφερόμενοι στον δεύτερο και αντιστρόφως. Έτσι λοιπόν, η αρχή της ηδονής- πόνου, ως κριτήριο επιλογών και αποφυγών, μπορεί να θεωρηθεί ως αρχή και συγχρόνως ως τέλος, ωςκίνηση και ως κατάσταση, ως συνεχές και μαζί ως ασυνεχές.

Το κριτήριο για την ανθρώπινη πράξη, δηλαδή η άσκηση της επιλογής και η συνειδητή άσκηση των δραστηριοτήτων μας, σύμφωνα με συγκεκριμένους κανόνες, παρουσιάζεται με τον πλέον σαφή και απλό τρόπο στην Επιστολή του Επίκουρου προς Μενοικέα: "Και γι΄αυτό λέμε ότι η ηδονή είναι αρχή και τέλος της μακαρίας ζωής, γιατί αυτήν γνωρίζουμε ως πρώτο και σύμφυτό μας αγαθό και από αυτήν ξεκινά κάθε επιλογή και αποφυγή μας και σ΄αυτήν καταλήγουμε, έχοντας την αίσθησή της ως κανόνα, με τον οποίο κρίνουμε κάθε αγαθο". ( "καὶ διὰ τοῦτο τὴν ἡδονὴν ἀρχὴν καὶ τέλος λέγομεν εἶναι τοῦ μακαρίως ζῆν· ταύτην γὰρ ἀγαθὸν πρῶτον καὶ συγγενικὸν ἔγνωμεν, καὶ ἀπὸ ταύτης καταρχόμεθα πάσης αἱρέσεως καὶ φυγῆς καὶ ἐπὶ ταύτην καταντῶμεν ὡς κανόνι τῷ πάθει πᾶν ἀγαθὸν κρίνοντες") 7

Από αυτήν την διατύπωση, μπορούμε να διαπιστώσουμε τις τρείς διαφορετικές έννοιες που περιέχει ο όρος ηδονή και αποτυπώνουν την μεταμόφωση που υφίσταται ο όρος. Κατά συνέπεια:

1. Η ηδονή είναι "το πρωταρχικό και συγγενικό προς τη φύση μας αγαθό", πράγμα που ισχύει για κάθε ζωντανό ον. Είναι η αφετηρία της φυσικής πορείας της ζωής , είναι η φυσική αρχή.
2. Η ηδονή λειτουργεί ως κριτήριο "για κάθε πράξη επιλογής και αποφυγής". Είναι λοιπόν το δεύτερο στοιχείο για μια φυσική εξελικτική αρχή, που καθορίζει όχι απλώς τις φυσικές αλλά και τις συνειδητές επιλογές του ατόμου.
3. Η ηδονή είναι ένας κανόνας με τον οποίο κρίνουμε κάθε αγαθο. Ως φυσικό τέλος (σκοπός), επίτευξης ευχαρίστησης και απουσίας πόνου, η ηδονή αποτελεί τον τελικό στόχο και σκοπό της όλης ανθρώπινης δραστηριότητας. Κάθε πράξη πρέπει να κρίνεται σε σχέση με αυτό το βασικό στόχο της ζωής, βιολογικό όσο και ηθικό.

Συνεπώς, αρχίζοντας με την επίγνωση ότι αρχή της βιολογικής διαδικασίας είναι η ηδονή, προχωρούμε στην άσκηση των συνειδητών και εκουσίων πράξεων που στοχεύουν στο τρίτο και τελικό στάδιο, την επίτευξη μιας κατάστασης ύπαρξης, που αποτελεί το φυσικό τέλος της ζωής μας. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να εξετάζουμε προσεκτικά και με φρόνηση κάθε μας πράξη και τις συνέπειες που μπορεί να επιφέρει και να μην επιδιώκουμε πάντοτε κάθε ηδονή . Διότι υπάρχουν περιπτώσεις που πρέπει να αποφεύγουμε κάποια ηδονή, που μπορεί να φέρει οδύνη ή να αποκλεισμό κάποιας άλλης ηδονής. Και άλλες περιπτώσεις που μια οδύνη είναι προτιμώτερη από μία άλλη πολύ πιο επόδυνη ή από μια ολέθρια ηδονή.

Ο Επίκουρος στην Επιστολή προς Μενοικέα γράφει:

"Γι αυτό και δεν επιλέγουμε κάθε ηδονή, αλλά κάποτε προσπερνούμε πολλές ηδονές, όταν εξαιτίας τους προκύπτουν για μας περισσότερες δυσχέρειες. Επίσης πολλούς πόνους τους θεωρούμε ανώτερους από τις ηδονές, εφ΄όσον για εμάς η ηδονή –που τις ακολουθεί –είναι μεγαλύτερη όταν για πολύ χρόνο υπομένουμε τους πόνους. Κάθε ηδονή, λοιπόν, επειδή έχει φύση συγγενική με την δική μας, είναι αγαθό, ωστόσο δεν επιλέγουμε την κάθε ηδονή, όπως ακριβώς και κάθε πόνος είναι κακό, όμως εκ φύσεως δεν μπορεί να αποφευχθεί πάντοτε ο κάθε πόνος. Επιβάλλεται, λοιπόν, να κρίνουμε όλα αυτά συγκρίνοντας τα μεταξύ τους και βλέποντας ποια είναι συμφέροντα και ποια είναι ασύμφορα, γιατί κάποτε χρησιμοποιούμε το αγαθό ως κακό ή -αντίθετα – το κακό ως αγαθό". ("διὰ τοῦτο καὶ οὐ πᾶσαν ἡδονὴν αἱρούμεθα, ἀλλ' ἔστιν ὅτε πολλὰς ἡδονὰς ὑπερβαίνομεν, ὅταν πλεῖον ἡμῖν τὸ δυσχερὲς ἐκ τούτων ἕπηται· καὶ πολλὰς ἀλγηδόνας ἡδονῶν κρείττους νομίζομεν, ἐπειδὰν μείζων ἡμῖν ἡδονὴ παρακολουθῇ πολὺν χρόνον ὑπομείνασι τὰς ἀλγηδόνας. πᾶσα οὖν ἡδονὴ διὰ τὸ φύσιν ἔχειν οἰκείαν ἀγαθόν, οὐ πᾶσα μέντοι αἱρετή· καθά περ καὶ ἀλγηδὼν πᾶσα κακόν, οὐ πᾶσα δὲ ἀεὶ φευκτὴ πεφυκυῖα. τῇ μέντοι συμμετρήσει καὶ συμφερόντων καὶ ἀσυμφόρων βλέψει ταῦτα πάντα κρίνειν καθήκει· χρώμεθα γὰρ τῷ μὲν ἀγαθῷ κατά τινας χρόνους ὡς κακῷ, τῷ δὲ κακῷ τοὔμπαλιν ὡς ἀγαθῷ") 8

Βασικό εργαλείο για κάθε πράξη επιλογής ή αποφυγής αποτελεί η σωστή κρίση την οποία ο Επίκουρος τη χαρακτηρίζει με τη λέξηφρόνηση. Είναι μία από τις παραδοσιακές αρετές και την θεωρεί ως την αρχή και το μέγιστο αγαθό και αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την επιδίωξη της ηδονής. Η φρόνηση θεωρείται πολυτιμότερη από τη φιλοσοφία , αφού καλύπτει τόσο τη θεωρητική κατανόηση όσο και την εφαρμογή στη πράξη για τον καθορισμό των σωστών επιλογών και αποφυγών, στο βαθμό που η φιλοσοφία για τον Επίκουρο δεν είναι μία άσκηση, που υπηρετεί τον απλό στοχασμό, αλλά αντίθετα υπηρετεί ένα πρακτικό σκοπό, δηλαδή την επιδίωξη της ευδαιμονίας. Με την έννοια αυτή χωρίς τη φρόνηση η επιδίωξη της ευδαιμονίας είναι μάταιη και απατηλή. Χωρίς αυτήν κάθε επιδίωξη ευδαιμονίας είναι ακατόρθωτη και μάταιη. Από την φρόνηση απορρέουν όλες οι αρετές, οι οποίες αποτελούν προυπόθεση για να ζεί κανείς ηδονικά. Έτσι η αρετή αυτή καθαυτή δεν προσφέρει ευδαιμονία στον άνθρωπο, αλλά μόνο το ηδονικό συναίσθημα το οποίο προέρχεται από την αρετή.

Ο Επίκουρος , λοιπόν, αποδέχεται την αρετή αποκλειστικά ως μέσο απόκτησης της ύψιστης ευδαιμονίας, δηλαδή, της ηδονής, σε αντίθεση με τους περισσοτέρους φιλοσόφους και ιδιαίτερα τους στωϊκούς, οι οποίοι θεωρούν την Αρετή ως το μέγιστο αγαθό. και από αυτήν ξεκινούν όλες οι αρετές.

Γράφει χαρακτηριστικά στην Επιστολή προς Μενοικέα:

"Τον ευχάριστο βίο τον γεννά ο νηφάλιος λογισμός , που ερευνα τις αιτίες κάθε επιλογής και αποφυγής και διώχνει τις δοξασίες, εξ΄αιτίας των οποίων μεγάλη ταραχή καταλαμβάνει τις ψυχές. Αρχή και μέγιστο αγαθό όλων αυτών είναι η φρόνηση και γι΄αυτό πολυτιμότερη από την φιλοσοφία είναι η φρόνηση, από την οποία γεννιούνται και όλες οι άλλες αρετές, και αυτή είναι που διδάσκει ότι δεν μπορούμε να ζούμε ευχάριστα εάν δεν ζούμε φρόνιμα και ωραία και με δικαιοσύνη, ούτε μπορούμε να ζούμε φρόνιμα και ωραία και με δικαιοσύνη εάν δεν ζούμε ευχάριστα, εφ΄όσον οι αρετές γεννιούνται μαζί με την ευχάριστη ζωή, και η ευχάριστη ζωή είναι αχώριστη από αυτές". ("..τὸν ἡδὺν γεννᾷ βίον, ἀλλὰ νήφων λογισμὸς καὶ τὰς αἰτίας ἐξερευνῶν πάσης αἱρέσεως καὶ φυγῆς καὶ τὰς δόξας ἐξελαύνων ἐξ ὧν πλεῖστος τὰς ψυχὰς καταλαμβάνει θόρυβος. τούτων δὲ πάντων ἀρχὴ καὶ τὸ μέγιστον ἀγαθὸν φρόνησις· διὸ καὶ φιλοσοφίας τιμιώτερον ὑπάρχει φρόνησις, ἐξ ἧς αἱ λοιπαὶ πᾶσαι πεφύκασιν ἀρεταί, διδάσκουσα ὡς οὐκ ἔστιν ἡδέως ζῆν ἄνευ τοῦ φρονίμως καὶ καλῶς καὶ δικαίως, <οὐδὲ φρονίμως καὶ καλῶς καὶ δικαίως> ἄνευ τοῦ ἡδέως") 9

Ως συμπέρασμα όλων των ανωτέρω, μπορούμε διατυπώσουμε ότι: ο τελικός στόχος στη ζωή μας, το φυσικό μας "τέλος", είναι:

Μια κατάσταση ύπαρξης, η ευδαιμονία ή μακαριότητα, νοουμένη ως η αρίστη ηδονή, η καταστηματική ηδονή όπως λέει ο Επίκουρος, ποσοτικά και ποιοτικά. Δηλαδή μια σταθερή κατάσταση του οργανισμού, ο οποίος βιώνει την ηρεμία και την γαλήνη. Καθώς ο άνθρωπος ανεβαίνει την κλίμακα της ηδονής, μαθαίνει να επιτείνει τη συνέχειά της και να θέτει υπό έλεγχο την ασυνέχειά της. Να ενδιαφέρεται περισσότερο για την ποιότητα παρά για την ποσότητα. Να επιδιώκει αυτούς τους στόχους με ακλόνητο ηθικό σθένος, οπλισμένος με την ορθή φιλοσοφική κατανόηση της αρχής της ηδονής. Με τον τρόπο αυτό μπορεί κανείς να επιτύχει την ύψιστη και άριστη ηδονή και να φθάσει στην κατάσταση ύπαρξης που για τους αρχαίους Έλληνες είναι η ευδαιμονία ή μακαριότητα την οποίαν είναι ικανοί οι άνθρωποι να κατακτήσουν.

Η κατάταξη των επιθυμιών

Όλα τα ζωντανά όντα, σύμφωνα με τον Επίκουρο, βιώνουν ορισμένες ανάγκες και επιθυμίες, ανάλογες με την ίδια τη βιολογική τους σύσταση. Ωστόσο όλες οι επιθυμίες, ιδιαίτερα στον άνθρωπο, δεν είναι της ίδιας φύσης, όπου οι αντιλήψεις τους για τις πραγματικές ανάγκες και επιθυμίες διαμορφώνονται σε μεγάλο βαθμό από το κοινωνικό περιβάλλον. Έτσι ο Επίκουρος παρουσιάζει μια κατάταξη και ιεράρχιση των επιθυμιών, ένα φυσιοκρατικό αλγόριθμο των επιθυμιών, που αποτελεί την βάση για την ηθική θεωρία: "θα πρέπει να αναλογιστούμε ότι από τις επιθυμίες άλλες μεν είναι φυσικές άλλες δε μάταιες. Και από τις φυσικές άλλες μεν είναι αναγκαίες, άλλες δε απλώς φυσικές. Από τις αναγκαίες επιθυμίες άλλες μεν είναι απαραίτητες για την ευδαιμονία, άλλες δε για να μένει ανενόχλητο το σώμα και άλλες για την ίδια τη ζωή. Η χωρίς πλάνη μελέτη αυτών μας οδηγεί στην αναγωγή κάθε προτίμησης και αποφυγης προς τη σωματική υγεία και την ψυχική αταραξία, επειδη αυτός είναι ο σκοπός της μακάριας ζωής". ( "Ἀναλογιστέον δὲ ὡς τῶν ἐπιθυμιῶν αἱ μέν εἰσι φυσικαί, αἱ δὲ κεναί. καὶ τῶν φυσικῶν αἱ μὲν ἀναγκαῖαι, αἱ δὲ φυσικαὶ μόνον· τῶν δ' ἀναγκαίων αἱ μὲν πρὸς εὐδαιμονίαν εἰσὶν ἀναγκαῖαι, αἱ δὲ πρὸς τὴν τοῦ σώματος ἀοχλησίαν, αἱ δὲ πρὸς αὐτὸ τὸ ζῆν.τούτων γὰρ ἀπλανὴς θεωρία πᾶσαν αἵρεσιν καὶ φυγὴν ἐπανάγειν οἶδεν ἐπὶ τὴν τοῦ σώματος ὑγίειαν καὶ τὴν τῆς ψυχῆς ἀταραξίαν, ἐπεὶ τοῦτο τοῦ μακαρίως ζῆν ἐστι τέλος") 10

Ο Επικούριος φιλόσοφος, έχοντας σαφή αντίληψη αυτών των πραγμάτων, θα αναγάγει κάθε επιλογή και αποφυγή του στο σκοπό που υπηρετεί η ικανοποίηση κάθε επιθυμίας του. Μόνο μια τέτοια διαδικασία θα του επιτρέψει την εξασφάλιση της σωματικής υγείας και της γαλήνης της ψυχής, που συνιστούν το σκοπό της μακαρίας ζωής.
Πρέπει λοιπόν, το άτομο να ικανοποιεί τις απαιτήσεις των επιθυμιών που είναι φυσικές, απορρίπτοντας κάθε μη φυσική ανάγκη. Το άτομο ως φυσικό ον μπορεί να αποφασίζει για τον εαυτό του ποιές από τις επιθυμίες του είναι φυσικές, αρχίζοντας από τις πιο στοιχειώδεις ανάγκες που αφορούν την επιβίωσή του. Αν δεν ικανοποιούμε αυτές τις στοιχειώδεις φυσικές ανάγκες του σώματος, δεν μπορoύμε να προχωρίσουμε στην επιδίωξη της ευδαιμονίας. Η ψυχή δεν μπορεί να καταπιέζει αυτές τις φυσικές επιθυμίες, αφού το σώμα και η ψυχή βρίσκονται σε αλληλοεξάρτηση. Αν καποιος τις ικανοποεί και ελπίζει ότι θα τις ικανοποιεί και στο μέλλον "μπορεί να συναγωνιστεί ακόμα και τον Δία σε ευδαιμονία". 11
Όμως η ικανοποίηση όλων των φυσικών επιθυμιών δεν είναι ευεργετική για τον άνθρωπο. Υπάρχουν επιθυμίες που είναι βλαβερές. Πρέπει κανείς να ικανοποιεί μόνο εκείνες που είναι απαραίτητες και αβλαβείς. Το να ζεί κανείς σύμφωνα με τη φύση, δεν σημαίνει μόνο την ικανοποίηση των φυσικών επιθυμιών αλλά και ταυτόχρονα την απόρριψη των επιθυμιών εκείνων που αν και είναι φυσικές, βλάπτουν το σώμα ή το νου.

"Δεν πρέπει να εκβιάζουμε την φύση αλλά να την πείθουμε. Και θα την πείθουμε αν ικανοποιούμε τις αναγκαίες επιθυμίες και τις φυσικές εφ΄ όσον δεν βλάπτουν και αποπέρνουμε με λόγια πικρά τις βλαβερές". ( "Οὐ βιαστέον τὴν φύσιν ἀλλὰ πειστέον πείσομεν δὲ τὰς ἀνάγκας ἐπιθυμίας ἐκπληροῦντες, τάς τε φυσικὰς ἂν μὴ βλάπτωσι, τὰς δὲ βλαβερὰς πικρῶς ἐλέγχοντες") 12

Η γνώση και η κατανόηση της φυσιολογίας είναι απαραίτητη για να κρίνουμε τις ορθές επιλογές και αποφυγές. Τις φυσικές επιθυμίες ο Επίκουρος τις διακρίνει σε αναγκαίες επιθυμίες και απλά φυσικές. Αυτές που δεν είναι ούτε φυσικές και πολύ περισσότερο αναγκαίες, δηλαδή είναι μάταιες, πρέπει να απορρίπτονται από την αρχή. Το κριτήριο για τον προσδιορισμό εάν οι επιθυμίες μας είναι φυσικές ή μάταιες, είναι η γνώση μας για τη φύση και τη βιολογική μας σύσταση. Προσφεύγοντας σταθερά στη φύση, μπορούμε να δρούμε σύμφωνα με τις απαιτήσεις της και να επιτύχουμε την φυσική αυτάρκεια.

"Αν σε κάθε περίπτωση δεν εναρμονίζεις κάθε τι που πράττεις με τον τελικό σκοπό της φύσης, αλλά προσανατολίζεις εκ των προτέρων ό,τι επιλέγεις ή ό,τι αποφεύγεις σε κάτι άλλο, οι πράξεις σου δεν θα συμφωνούν με τα λόγια σου". ("Εἰ μὴ παρὰ πάντα καιρὸν ἐπανοίσεις ἕκαστον τῶν πραττομένων ἐπὶ τὸ τέλος τῆς φύσεως, ἀλλὰ προκαταστρέψεις εἴτε φυγὴν εἴτε δίωξιν ποιούμενος εἰς ἄλλο τι, οὐκ ἔσονταί σοι τοῖς λόγοις αἱ πράξεις ἀκόλουθοι") 4

Κάθε ζωντανός οργανισμός αισθάνεται την ανάγκη να ικανοποιεί τις πιο στοιχειώδεις από τις φυσικές του επιθυμίες, καθώς αυτές εκδηλώνονται ως ενστικτώδεις ορμές. Η διάκριση όμως για τις μάταιες ή κενές επιθυμίες και η απόρριψη τους δεν είναι τόσο απλή υποθεση όσο αυτή για τις στοιχειώδεις φυσικές επιθυμίες. Μπορούμε όμως να επισημάνουμε ότι οι μη φυσικές επιθυμίες παρουσιάζουν απεριόριστο χαρακτήρα και δεν έχουν όριο, ούτε μπορούν να ικανοποιηθούν εύκολα. Οι απεριόριστες και προβληματικές στην ικανοποίηση τους επιθυμίες μπορούν να εντοπιστούν επειδή δεν εξυπηρετουν κανένα προφανή φυσικό σκοπό. Επί πλέον η ικανοποίηση τους δεν οδηγεί στην ευχάριστη και γαλήνια αίσθηση, που προκύπτει από την ικανοποίηση των φυσικών αναγκών του ατόμου. Καμία αυτάρκεια ή εγκράτεια δεν μπορεί να επιτευχθεί με την πρόσκαιρη ικανοποίηση τέτοιων μάταιων και κενών επιθυμιών. Αυτές λοιπόν, οι μη φυσικές επιθυμίες, είναι ξένες προς τη φύση του ατόμου και οφείλονται στην επιρροή του κοινωνικού περιβάλοντος, την κενοδοξία, τα έθιμα ή τη συνήθεια. Πρέπει κανείς να αποκρούει τέτοιες επιθυμίες, με γνώμονα την γνώση της φύσης των πραγμάτων και των ορίων των επιθυμιών του.

Συνεπώς, πρέπει ο άνθρωπος να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις της φύσης και να αποκλείει την απόκτηση μάταιων συνηθειών που τον απομακρύνουν από την επιδίωξη της ευδαιμονίας. Έχουμε υποχρέωση να προσπαθούμε να απαλλαγούμε από την επίδραση των κοινωνικά κατασκευασμένων απαιτήσεων που λανθασμένα θεωρούμε σαν δικές μας επιθυμίες, καθώς και από προσωπικές συνήθειες που δεν υπηρετούν κανένα φυσικό σκοπό.
Κατ΄ανάλογο τρόπο, πρέπει να αντιμετωπίζουμε και τις φυσικές αλλά μη αναγκαίες επιθυμίες, δηλαδή πρέπει να τις ανάγουμε στο σκοπό που πρέπει να ικανοποιήσουν. Εδώ μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το αρνητικό κριτήριο: "Όσες επιθυμίες δεν οδηγούν σε πόνο άμα δεν ικανοποιθούν, δεν είναι αναγκαίες, και η διάθεση γι΄αυτές φεύγει εύκολα όταν σχηματισθεί η εντύπωση ότι η εκπλήρωσή τους είναι κάτι δύσκολο ή μας βλάπτουν". ( "Τῶν ἐπιθυμιῶν ὅσαι μὴ ἐπ' ἀλγοῦν ἐπανάγουσιν ἐὰν μὴ συμπληρωθῶσιν οὐκ εἰσὶν ἀναγκαῖαι ἀλλ' εὐδιάχυτον τὴν ὄρεξιν ἔχουσιν, ὅταν δυσπόριστοι ἢ βλάβης ἀπεργαστικαὶ δόξωσιν εἶναι") 5

Τέλος για τις επιθυμίες εκείνες που θεωρούνται φυσικές και αναγκαίες και είναι οι μόνες πραγματικές ,το άτομο μπορεί να επιτύχει με σχετική ευκολία την ικανοποίηση των πιο στοιχειωδών από αυτές και αφορούν στην ίδια τη ζωή (πρoς αυτό το ζην), δηλαδή να μην πεινάει, να μη διψάει, να μην ξεπαγιάζει. Όμως πέραν αυτών των επιθυμιών, υπάρχουν και οι άλλες δυο κατηγορίες φυσικών επιθυμιών, αφ΄ ενός αυτές που αφορούν την ευεξία του σώματος (προς σώματος αοχλησίαν) και αφ΄ ετέρου αυτές που είναι αναγκαίες για την ευτυχία (προς ευδαιμονίαν). Η επιδίωξη ικανοποίησης αυτών των δύο κατηγοριών των φυσικών και αναγκαίων επιθυμιών προσδιορίζουν τον τελικό σκοπό (τέλος) της μακάριας ζωής. Συνεπώς η εξέταση των κατηγοριων αυτών ανάγεται στη εξέταση των ηδονών και πόνων, δηλαδή στην εξέταση της αρχής της ηδονής, που αποτελεί τον πυρήνα της ηθικής θεωρίας του Επίκουρου.

Επίλογος

Αρχίζοντας με έναν υπολογισμό των επιθυμιών η ικανοποίηση των οποίων είναι αναγκαία για την ίδια τη ζωή (προς αυτό το ζήν), προχωρούμε στην επιδίωξη των αγαθών που είναι απαραίτητα για την του σώματος υγείαν και τελικά, για τη γαλήνη του νου (ψυχής αταραξία). Η ηθική θεωρία έχοντας θεμέλιο την αρχή της ηδονής, έχει στόχο να βοηθήσει τον άνθρωπο να θεραπεύσει τα δεινά της ζωής του και συνεπώς του επιτρέπει να ακολουθήσει απρόσκοπτα μια πορεία δράσης που θα τον οδηγήσει στο φυσικό του σκοπό. Εξαλείφοντας ενδεχόμενες απογοητεύσεις και την υποταγή του σε αδυναμίες, μια τέτοια πορεία οδηγεί στην ελευθερία, μια συνειδητή άσκηση ελευθερίας μέσα στα όρια της φυσικής αναγκαιότητας.

ΛΕΩΝΙΔΑΣ Α.ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΔΗΣ
ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ
Αθήνα 10-4-2011

Επιμέλεια - μορφοποίηση, Τάκης Παναγιωτόπουλος Μάΐος 2017

Σημειώσεις

1.Επίκουρος, Περί αιρέσεων, Διογένης Λαέρτιος 10,136, Γιαπιτζάκης Χρ., Επικουρίων Δόξαι, Εκδόσεις Βερέττα, Ρόδος 2010, σελίς 89
2.Επιστολή Προς Μενοικέα, Διογένης Λαέρτιος, 10.128
3.Δημήτρης Ποταμιάνος, Στον Κήπο, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1997, σελ. 50
4.Διογένης Λαέρτιος 9.45
5.Διογένης Λαέρτιος, ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ, 10.131, Μετάφραση-Σχόλια Αθανάσιος Τσακνάκης, Εκδόσεις:βιβλιοΒΑΡΔΙΑ, Θεσσαλονίκη 2007
6.ΚΥΡΙΑΙ ΔΟΞΑΙ III, Σκουτερόπουλος Ν.Μ., Επίκουρος, σειρά Στοχασμοί (12), Εκδόσεις Στιγμή, Αθήνα 1994
7.Επιστολή προς Μενοικέα 10.129 "Διογένης Λαέρτιος, Επίκουρος" Εισαγωγή–μετάφραση Αθανάσιος Τσακνάκης, Εκδόσεις Βιβλιοβάρδια, Θεσσαλονικη 2007, σελις 133
8.Επιστολή προς Μενοικέα 10.129 ο.π., σελις 133-135
9.Διογενης Λαέρτιος, Επίκουρος, Επιστολή προς Μενοικέα 10.132
10.ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΙΟΣ , 10. 127-128, Επιστολή Προς Μενοικέα
11.ΕΠΙΚΟΥΡΟΥ ΠΡΟΣΦΩΝΗΣΙΣ ΧΧΧΙΙΙ
12.ΕΠΙΚΟΥΡΟΥ ΠΡΟΣΦΩΝΗΣΙΣ ΧΧΙ. "ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ, Επιστολή προς Μενοικέα, Κύριαι Δόξαι, Επικουρου Προσφώνησις" - Μετ. Ν.Μ. Σκουτερόπουλος, Εκδόσεις Στιγμή, ΑΘΗΝΑ 1994.
13.ΚΥΡΙΑΙ ΔΟΞΑΙ XXV. ο.π.
14.ΚΥΡΙΑΙ ΔΟΞΑΙ XXVI ο.π.

Βιβλιογραφία
  1. Χαράλαμπος Θεοδωρίδης , Επίκουρος η αληθινή όψη του αρχαίου κόσμου, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1954.
  2. Διογένης Λαέρτιος, Επίκουρος. Εισαγωγή–μετάφραση ΑθανάσιοςΤσακνάκης, Εκδόσεις Βιβλιοβάρδια , Θεσσαλονικη 2007.
  3. Κοέν Α. , Η φιλοσοφία του Επίκουρου. Άτομα ηδονή Αρετή, Μετάφραση Στ. Δημόπουλος. Εκδόσεις Θύραθεν. Θεσσαλονίκη 2005.
  4. Γιαπιτζάκης Χρ., Επικουρίων Δόξαι , Εκδόσεις Βερέττα, Ρόδος 2010.
  5. Χάϊνριχ Σμιτ , Επικούρου Η φιλοσοφία της χαράς της ζωής, Μετάφραση Μ. Βερέττας, Εκδόσεις Βερέττα , Ρόδος 2010.
  6. Λουκρίτιος, ΓΙΑ ΤΗΝ ΦΥΣΗ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ ,εκδόσεις ΘΥΡΑΘΕΝ , Θεσσαλονίκη 2005
  7. Επίκουρος ΑΠΑΝΤΑ , Εκδόσεις Κάκτος , Αθήνα 1994
  8. Πωλ Νιζάν , ΟΙ ΥΛΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ-ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ ΛΟΥΚΡΗΤΙΟΣ , Εκδόσεις Βερέττα , Ρόδος 2011.
  9. Δημήτρης Ποταμιανος , Στον Κήπο , Εκδώσεις Καστανιώτη , Αθήνα 1997

"πᾶσαν αἵρεσιν καὶ φυγὴν ἐπανάγειν οἶδεν ἐπὶ τὴν τοῦ σώματος ὑγίειαν καὶ τὴν τῆς ψυχῆς ἀταραξίαν, ἐπεὶ τοῦτο τοῦ μακαρίως ζῆν ἐστι τέλος. τούτου γὰρ χάριν πάντα πράττομεν, ὅπως μήτε ἀλγῶμεν μήτε ταρβῶμεν· ὅταν δ' ἅπαξ τοῦτο περὶ ἡμᾶς γένηται, λύεται πᾶς ὁ τῆς ψυχῆς χειμών" - Επίκουρος ΔΛ Ι.128

Αρχή σελίδας


www.epicuros.gr