Κείμενα Επικούρειας Φιλοσοφίας

*Η παρακάτω δημοσίευση, έχει αναρτηθεί με την άδεια του συγγραφέα


Η ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΑ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ, του Λεωνίδα Α. Αλεξανδρίδη

Ομιλία στον Κήπο Αθηνών στις 8 Νοεμβρίου 2012

Δείτε την παρουσίαση της ομιλίας σε "διαφάνειες" εδώ.


Οι αρετές, σύμφωνα με τον Επίκουρο, είναι απλά πρακτικά μέσα για να πραγματοποιήσουμε το ανθρώπινο ιδεώδες, να γνωρίσουμε την ευτυχία μέσα από την γαλήνη και την ελευθερία. Η επικούρεια αρετή, που δεν είναι έτσι παρά το αποτέλεσμα και το μέσο σε σχέση με την ευτυχία, εντούτοις συγχέεται με την αρετή των αδαών που έχουν την συνήθεια να την θεωρούν ότι είναι από μόνη της ένας τελικός σκοπός.

Α. Ατομικές αρετές

1. Η ανδρεία που οδηγεί στην προνοητικότητα και στην καρτερικότητα

Η κύρια αρετή που δέχεται η αρχαιότητα, αρετή στην οποία οδηγούν οι άλλες, είναι η ανδρεία. Και η ανδρεία συμφωνεί με την επικούρεια θεωρία, και μάλιστα κατά κάποιο τρόπο την διαμορφώνει. Γιατί τι είναι η ανδρεία, εάν όχι η απουσία ταραχής μπροστά στα γεγονότα της ζωής; Και τι είναι η απουσία της ταραχής, η αταραξία, εάν δεν είναι το ίδιο το θεμέλιο της ευτυχίας(ευδαιμονίας) και ο σκοπός που επιδιώκεται από την επικούρεια θεωρία στο σύνολό της; Κανείς δεν θα φανεί πιο γενναίος από τον σοφό γιατί κανείς δεν θα δει λιγότερα πράγματα για να τον φοβήσουν. Δεν θα έχει μέσα του καθόλου φόβο, επειδή, εάν πιστέψουμε τον Επίκουρο, δεν θα υπάρξει γι’ αυτόν κανένας κίνδυνος. Τι θα φοβόταν; Τον θάνατο; Θεωρεί ότι δεν είναι κάτι κακό. Τον πόνο; Μπορεί να τον εκμηδενίσει. Οι άνθρωποι δεν θα διαταράξουν περισσότερο την ηρεμία του από τους κεραυνούς του Δία, ή τα καρφιά της ειμαρμένης. Εάν φθονούν τον θάνατο, εάν τον περιφρονούν, θα κυριαρχήσει με την λογική του (ΛΟΓΙΣΜΩΙ ΠΕΡΙΓΙΝΕΣΘΑΙ) στο μίσος τους, στον φθόνο τους, ακόμα και στην περιφρόνησή τους.
Αυτή η ανδρεία που συνίσταται, όχι στο να εναντιωνόμαστε στους κινδύνους, αλλά στο να αποτραβιόμαστε από αυτούς, αυτή η τέχνη να βάζουμε τους εαυτούς μας στο καταφύγιο των γεγονότων, είναι κοινή σε όλες τις ωφελιμιστικές θεωρίες. Είναι γι’ αυτές περισσότερο πρόβλεψη και υποχώρηση παρά ανδρεία. Για τον Επίκουρο, είναι περισσότερο εμπιστοσύνη παρά πρόβλεψη. Επίσης αυτή η λογική ανδρεία, σοφή στην κυριολεξία, δεν είναι προϊόν του τυχαίου και δεν προέρχεται έτοιμη από τη φύση. Είναι προϊόν, λέει ο Επίκουρος, της λογικής γνώσης της πραγματικής ωφέλειας (ΛΟΓΙΣΜΩΙ ΤΟΥ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΟΣ).

2. Η εγκράτεια. Αυτή η αρετή είναι η ίδια η βάση της επικούρειας ηθικής και κάθε ωφελιμιστικής ηθικής

Ο σοφός θα είναι εγκρατής; Εάν τα κακά που η ανδρεία περιφρονεί είναι πραγματικά κακά, τα αγαθά τα οποία πρέπει να ξεριζώσει η εγκράτεια είναι, στα μάτια κάθε ωφελιμιστή, πολύ πραγματικά αγαθά. Εντούτοις, μπορούμε να πούμε ότι η εγκράτεια είναι βασική αρετή για το επικούρειο σύστημα, διότι ο τελικός σκοπός του Επίκουρου, είναι η ευτυχία(ευδαιμονία), όχι αυτή ή η άλλη ηδονή. Και για να αποκτήσουμε την ευτυχία, πρέπει να απορρίψουμε τις ηδονές που προκαλούν με την σειρά τους τον πόνο. Σε κάθε θεωρία που δεν είναι ακριβώς θεωρία ηδονής αλλά ωφέλειας, η εγκράτεια, ο νηφάλιος στοχασμός (ΝΗΦΩΝ ΛΟΓΙΣΜΟΣ) είναι βασική αρετή.

3. Η φρόνηση

Πάνω από τις δύο αυτές αρετές έχει τοποθετηθεί η πρακτική φρόνηση που τις παράγει και τις τροποποιεί. Αυτή η φρόνηση δεν είναι παρά ένα πράγμα με την λογική και την φιλοσοφία. Η επιστήμη ή η φρόνηση του επικούρειου δεν έχει παρά ένα σκοπό, να εξασφαλίσει την ευτυχία του με την άσκηση των διαφόρων αρετών.
Κάθε τι που δεν χρησιμεύει για να αυξήσει την επιστήμη του και την πρακτική του φρόνηση και με αυτήν να αυξήσει την εγκράτεια του, να σταθεροποιήσει την ανδρεία του, ο επικούρειος το απορρίπτει με περιφρόνηση. Γι’ αυτό ακριβώς ο Επίκουρος δεν θέλει τη διαλεκτική και τη λογική ξερή γνώση στην οποία εξαντλούνται οι ακαδημαϊκοί και οι στωικοί. Η φυσική του είναι αρκετή, στο βαθμό που χρησιμεύει να επιβεβαιώσει την ηθική της ηδονής από τα συμπεράσματα που βγαίνουν από τη φύση των πραγμάτων και από αυτόν τον κανόνα «που φαίνεται να κατέβηκε από τον ουρανό» και που η συνταγή του είναι: Οι αισθήσεις είναι οι μόνοι κριτές του αγαθού και του αληθινού.

Β. Κοινωνικές αρετές

Η δικαιοσύνη

1. Η φυσική δικαιοσύνη που οδηγείται στον πολιτικό νόμο από του σοφιστές, από τους σκεπτικούς και από τον Δημόκριτο

Πριν από τον Επίκουρο οι σοφιστές είχαν ήδη ασχοληθεί με την ιδέα της δικαιοσύνης. Γνωρίζουμε με πόσο σθένος ο Πλάτων μιλάει, μέσω του Καλλικλή στο έργο του Γοργίας, ενάντια στον υποτιθέμενο φυσικό νόμο τον ανώτερο και προγενέστερο από τους ανθρώπινους νόμους.
Την εποχή εκείνη, λέει ο Λουκρήτιος, οι πρωτόγονοι άνθρωποι «ανήμποροι να διακρίνουν το κοινό καλό, δεν ήξεραν να βάλουν νόμους και έθιμα στις μεταξύ τους σχέσεις. Καθένας άδραχνε τη λεία που του πρόσφερε η τύχη, μαθημένος μονάχα για τον εαυτό του να ζει και να φροντίζει» (Λουκρ., V, 955). Τέτοια είναι λοιπόν η κατάσταση της φύσης που ο Hobbes θα ζωγραφίσει με τα ίδια χρώματα: είναι η κατάσταση του εγωισμού, είναι η ζωή γι’ αυτόν μόνο, είναι επίσης η κατάσταση του πολέμου, που βασιλεύει η δύναμη του πιο ισχυρού.
Ο αληθινός φυσικός νόμος είναι ο νόμος του ισχυρότερου, το κριτήριο σύμφωνα με το οποίο κρίνουμε τις πράξεις στη φύση, είναι η ισχύς. Στην πολιτεία, αυτή η ισχύς έχει περάσει στα χέρια του νόμου. Αλλά εάν δείχνουμε υπακοή στις εντολές των νομοθετών, το κάνουμε ξανά επειδή σεβόμαστε και υποκλινόμαστε μπροστά στην ισχύ, όχι στην δικαιοσύνη. Ο Πύρρων και οι σκεπτικοί, που διαδέχτηκαν τους σοφιστές, υπερασπίστηκαν την ίδια υπόθεση. Στη φύση δεν υπάρχει τίποτα, έλεγε ο Πύρρων, ωραίο ή άσχημο, δίκαιο ή άδικο. Εάν η δικαιοσύνη ήταν φυσική, από που προέρχεται η διαφορετικότητα των νόμων; Οι πυρρωνιστές είχαν συγκεντρώσει με προσοχή τις περισσότερες από τις παρατηρημένες αντιφάσεις μεταξύ των ηθών και των πεποιθήσεων διαφόρων λαών και τις έκαναν ένα από τα καλύτερα επιχειρήματα τους ενάντια στον φυσικό ηθικό νόμο. Τέλος ο Δημόκριτος, που τα βιβλία του άσκησαν τέτοια επιρροή στο Επίκουρο, αρνιόταν επίσης την φυσική δικαιοσύνη.

2. Κατάσταση του ζητήματος στην εποχή του Επίκουρου

Έτσι συμπερασματικά να το σημείο στο οποίο είχε μείνει το θέμα την εποχή του Επίκουρου: 1ο)δεν υπάρχει φυσικός νόμος, 2ο)οι πολιτικοί νόμοι καθιερώθηκαν από την ισχύ και έγιναν σεβαστοί υπό την επίδραση της συνήθειας.

3. Σημεία που έμεναν να διασαφηνιστούν

Εντούτοις, σ’ αυτήν την αντικατάσταση των σκεπτικών του φυσικού δικαίου από τον πολιτικό νόμο, λείπουν ακόμα δύο στοιχεία μεγάλης σημασίας. Κατ’ αρχήν κάθε ισχύς έχει έναν σκοπό, έναν τελικό σκοπό έξω από αυτήν την ίδια. Ποιον τελικό σκοπό επιδιώκει λοιπόν αυτή η κοινωνική ισχύς από την οποία γεννιέται το δίκαιο; Οι σοφιστές επέμεναν ελάχιστα στον επιδιωκόμενο τελικό σκοπό και δεν αντιλαμβάνονταν καθόλου παρά μόνο το μέσο που χρησιμοποιείτο, δηλαδή την ισχύ. Εξάλλου αυτό το ίδιο το μέσο, δεν είναι αρκετό για να ερμηνεύσει εντελώς την δημιουργία της κοινωνίας. Όσο η ισχύς δεν είναι αποδεκτή από αυτούς που την υφίστανται, όπως από αυτούς που την υπηρετούν, έχει μικρή πιθανότητα να διαρκέσει. Ακόμα από μηχανική άποψη, μια δύναμη για να παράγει διαρκή αποτελέσματα θα πρέπει να είναι έντονη και δεν θα διατηρήσει την έντασή της παρά υπό την προϋπόθεση ότι θα συναντήσει λίγα εμπόδια στο πέρασμά της. Και ποιο εμπόδιο πρέπει να αποφύγει με την μεγαλύτερη φροντίδα η κοινωνική ισχύς, για να διατηρήσει έτσι την έντασή της και να αποκτήσει διάρκεια; Δεν είναι η μυστική ανταρσία των ψυχών στις οποίες κυριαρχεί; Για να ολοκληρώσουμε την σκεπτική θεωρία για την κοινωνική δικαιοσύνη και να την εξυψώσουμε τόσο ψηλά που θα μπορούσε να ενοχλήσει τους αντιπάλους της, πρέπει λοιπόν να διευκρινίσουμε: Πρώτον, ποιος είναι ο τελικός σκοπός προς τον οποίο κατευθύνεται η κοινωνική ισχύς, είναι το γιατί της κοινωνίας; Δεύτερον, πως οι ατομικές δυνάμεις είναι οργανωμένες και ομαδοποιημένες γύρο από την κοινωνική δύναμη, με τρόπο που να αντιτάσσουν στην άσκησή της τα όσο το δυνατόν λιγότερα εμπόδια;

4. Η ανθρώπινη κοινωνία, σύμφωνα με τον Επίκουρο, έχει ως τελικό σκοπό την ωφέλεια. Είναι συγκροτημένη από την αμοιβαία συγκατάθεση καθενός από τα μέλη της

Ήταν ο Επίκουρος, στην αρχαιότητα, που πρώτος έλυσε το ζήτημα στην ωφελιμιστική κατεύθυνση, επικαλούμενος ως τελικό σκοπό της κοινωνίας το συμφέρον του καθενός από τα μέλη της, και ως μέσο οργάνωσης την αμοιβαία συγκατάθεση, την κοινή αποδοχή των βαρών ενόψει της κοινής απόλαυσης των ωφελειών, με άλλα λόγια το κοινωνικό συμβόλαιο.

5. Πρώτη αντίληψη της συμφωνίας ή του κοινωνικού συμβολαίου, που εκφράζεται ξεκάθαρα από τον Επίκουρο

Με την συγκρότηση της οικογένειας αγγίζουμε την γέννηση της κοινωνίας που δεν είναι άλλο πράγμα από μια σύνδεση οικογενειών. Αλλά για να επιβιώσει, η κοινωνία προϋποθέτει την ύπαρξη συγκεκριμένης δικαιοσύνης ανάμεσα στα άτομα που την αποτελούν. Πως αυτή η δικαιοσύνη θα μπορέσει να καθιερωθεί ανάμεσα σε ανθρώπους για τους οποίους ο Λουκρήτιος και ο Επίκουρος μας έχουν πει ότι κινούνται αποκλειστικά από προσωπικό συμφέρον και δεν αναγνωρίζουν άλλο κανόνα από τη δύναμη; Για να λύσει αυτό το πρόβλημα, ο Λουκρήτιος εισάγει μαζί με τον Επίκουρο την ιδέα της σύμβασης. Τοποθετεί στην προέλευση κάθε κοινωνίας μια συμφωνία περισσότερο ή λιγότερο εκτεταμένη, την οποίαν αποδέχονται τα διάφορα άτομα. Εφ’ όσον δεν υπάρχει συμφωνία, δεν υπάρχει καθόλου κοινωνία ούτε δικαιοσύνη ανάμεσα στους ανθρώπους, όπως ακριβώς στα ζώα. Αυτή ακριβώς η συνθήκη, πραγματοποιώντας μια νέα πρόοδο για την ανθρωπότητα και για τον κόσμο, δημιουργεί την δικαιοσύνη. «Τότε άρχισαν οι γείτονες, λέει ο Λουκρήτιος, να ενώνονται με φιλικούς δεσμούς, γιατί δεν ήθελαν μήτε να βλάπτονται μήτε να βλάπτουν, και ζήτησαν να προστατεύονται τα γυναικόπαιδα, δηλώνοντας με χειρονομίες και άναρθρες κραυγές ότι το έλεος για τους αδύναμους ήταν δίκαιο για όλους» (Λουκρ., V 1019).
(Η αντίληψη του κοινωνικού συμβολαίου, έχει κεφαλαιώδη σημασία στην επικούρεια φιλοσοφία, σημασία που βγαίνει από τα κείμενα του Διογένη Λαέρτιου, X.150). Ο Λουκρήτιος, τόσο πιστός και στις μικρότερες λεπτομέρειες της θεωρίας του δασκάλου, δεν μπορούσε να παραλείψει να αναπαραγάγει την ιδέα αυτή, μεταφράζοντας στα λατινικά το "ΣΥΝΘΗΚΑΣ ΠΟΙΕΙΣΘΑΙ ΤΑΣ ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΜΗ ΒΛΑΠΤΕΙΝ ΑΛΛΗΛΟΥΣ ΜΗΔΕ ΒΛΑΠΤΕΣΘΑΙ".
Αφού έγινε η συμφωνία, δεν εξακολουθούν όλοι να την λαμβάνουν υπόψη και εδώ και εκεί η ομόνοια χάλασε πολλές φορές. Αλλά, λέει ο Λουκρήτιος, «Απόλυτη ομόνοια δεν ήταν δυνατό να επιτύχουν, πάντως η πλειοψηφία τηρούσε τις συνθήκες». Η πιο κτυπητή απόδειξη ότι η δικαιοσύνη, αφού καθιερώθηκε, είχε γι’ αυτήν το πλήθος και την ισχύ, είναι, σύμφωνα με τον Λουκρήτιο, η ύπαρξη του ανθρωπίνου γένους. «Αλλιώς δεν θα διαιωνιζόταν η ανθρώπινη φυλή, μα από τότε κιόλας θα είχε αφανιστεί εντελώς» (Λουκρ., V 1023). Έτσι με την εφαρμογή του μεγάλου νόμου της φυσικής επιλογής που είχε ήδη διατυπωθεί, ο Λουκρήτιος μας δείχνει ότι η δικαιοσύνη και η τήρηση του κοινωνικού συμβολαίου αποτελούν προϋπόθεση ακόμα και για την ύπαρξη για τους λαούς. Η πραγματική μας ζωή σηματοδοτεί κατά κάποιο τρόπο τον θρίαμβο της δικαιοσύνης στο παρελθόν, και για να ζήσουν οι απόγονοί μας θα πρέπει να θριαμβεύσει επίσης στο παρόν και στο μέλλον.
«Έχτισαν πόλεις που τις έζωσαν με τείχη, έφτιαξαν νόμους για να εμποδίσουν την κλοπή, την ληστεία και την μοιχεία… είναι ο φόβος της αδικίας που έκανε να φανταστούν το δίκαιο. Πρέπει να το ομολογήσουμε όταν ξαναγυρίζουμε στις αρχές και ξετυλίγουμε την ιστορία του κόσμου.» Ξαναβρίσκουμε για άλλη μια φορά στους στίχους αυτούς του Οράτιου την θεωρία μιας προόδου θεμελιωμένης σε κοινωνικό συμβόλαιο. Οι ηθικές ιδέες είναι, όπως και όλα τα άλλα, μια εφεύρεση, μια ανακάλυψη. Η δικαιοσύνη γεννήθηκε σε κάποια στιγμή της ανθρώπινης ιστορίας, όπως οι τέχνες και οι επιστήμες. Γεννήθηκε από την ανάγκη και την νόηση, από αυτούς τους δύο μεγάλους παράγοντες της προόδου.
«Η φυσική δικαιοσύνη, λέει ρητά ο Επίκουρος, είναι σύμβαση προς το κοινό συμφέρον, ώστε να μην βλάπτει ο ένας τον άλλον ούτε να βλάπτεται» (Διογ. Λαερτ., X.150, Κ.Δ.30). Βλέπουμε πόσο αρχαία είναι η αντίληψη της κοινωνίας ως ένα είδος συμβάσεως ασφαλείας της οποίας ο μοναδικός σκοπός θα ήταν η αμοιβαία εξασφάλιση, όχι των δικαιωμάτων, αλλά της ωφέλειας του καθενός. Ο Επίκουρος, επειδή δεν αρκείται καθόλου σε μια απλή άποψη για την ωφελιμιστική συμπεριφορά του σοφού προς τους όμοιους του, προσπαθεί να διεισδύσει στην ίδια τη φύση και στον τελικό σκοπό της κοινωνίας, και να κάνει να στηριχθεί η κοινωνική ζωή όπως η προσωπική ζωή στην μοναδική βάση της ωφέλιας. «Η δικαιοσύνη δεν υπάρχει ως κάτι αυθύπαρκτο, αλλά αποτελεί ένα είδος σύμβασης, σύμφωνα με την οποίαν στις αμοιβαίες επαφές των ανθρώπων - όπου και όποτε αυτές λαμβάνουν χώρα – κανένας δεν θα βλάπτει τον άλλον και κανένας δεν θα βλάπτεται» (Διογ. Λαερτ., X.150, Κ.Δ.33)

6. Η δικαιοσύνη έχει ως βασική αρχή της το συμβόλαιο που δε ισχύει παρά μόνο μεταξύ των συμβαλλομένων

Έτσι χωρίς κοινωνία, δεν υπάρχει καθόλου δίκαιο. «Για όσα έμβια όντα δεν μπόρεσαν να συνάψουν συμφωνία να μην βλάπτει το ένα το άλλο και να μην βλάπτεται δεν υπάρχει ούτε δίκαιο ούτε άδικο. Το ίδιο ισχύει και για όσους λαούς δεν μπόρεσαν η δεν θέλησαν να συμφωνήσουν να μην βλάπτει ο ένας τον άλλον και να μην βλάπτεται» (Διογ. Λαερτ., X.150, Κ.Δ.32).
Εξάλλου, να μην πιστέψουμε ότι ο καθένας, εγκρίνοντας το κοινωνικό συμβόλαιο, θα είχε σαν αντικείμενο τον διπλανό του, ο καθένας δεν σκεπτόταν παρά τον εαυτό του, την προσωπική του προστασία, εννοείται την ωφέλεια του. «Οι νόμοι έχουν καθιερωθεί για τους σοφούς, όχι για να μην διαπράττουν άδικες πράξεις, αλλά για να μην τις υφίστανται». (Επικ., Στοβαίος Serm, XLIII, 139). Οι πραγματικοί σοφοί, σύμφωνα με τον Επίκουρο, δεν έχουν ανάγκη περιοριστικούς νόμους για τον εαυτό τους. Η σοφία από μόνη της περιορίζει τις επιθυμίες τους, κατά συνέπεια τις πράξεις τους, και τους εμποδίζει να έρθουν σε σύγκρουση με τον διπλανό τους.

7. Σε τι η αδικία είναι κακό

Μόνο από θαυμάσια αμοιβαιότητα βρέθηκε ότι ο καθένας καθώς προστατεύεται έτσι έναντι του διπλανού του, έχει προστατεύσει τον διπλανό του από τον εαυτό του. Οι πόνοι που απειλούν αυτούς που θα ήθελαν να με γυμνώσουν δεν θα επέστρεφαν το ίδιο απειλητικοί, εάν ήθελα εγώ ο ίδιος να γυμνώσω άλλους που το έχουν συμφωνήσει; Κάνοντας κάτι τέτοιο, δεν θα συμπεριφερόμουνα καθόλου κακά χωρίς αμφιβολία, εάν συμπεριφερόμουνα σύμφωνα με την ωφέλειά μου. Αλλά δίπλα στο όφελος που απέκτησα, βρίσκεται ο πόνος που δοκίμασα. Στον πόνο αυτόν βρίσκεται το κακό, σ’ αυτήν την τιμωρία η ηθική υποχρέωση. «Η αδικία δεν αποτελεί αυτή η ίδια κάτι κακό, αλλά μόνο στο βαθμό που αυτός που αδικεί κυριεύεται από το φόβο ότι ίσως δεν σταθεί δυνατό να ξεφύγει από εκείνους που έχουν ορισθεί να τιμωρούν τέτοιες πράξεις» (Διογ. Λαερτ., X.151, Κ.Δ.34).
Έτσι, χωρίς τους φύλακες της δικαιοσύνης και της δημόσιας ειρήνης, δεν υπάρχει καθόλου ειρήνη, ούτε δικαιοσύνη.
Αλλά θα παρατηρήσουμε, ότι για να συγκρατήσει ο φόβος του νόμου τον ένοχο, θα έπρεπε να είναι βέβαιος ότι θα ανακαλυφθεί και θα τιμωρηθεί. Δεν μπορεί να ελπίζει ότι δεν θα γίνει αυτό, ότι θα σταματήσει τις υποψίες, ότι θα ξεφύγει από όλες τις έρευνες; Χωρίς αμφιβολία, θα απαντήσει ο Επίκουρος, είναι πιθανό ότι θα αποφύγει την τιμωρία του. Αλλά αυτό δεν είναι ποτέ πραγματικό, παρά μόνο μετά τον θάνατό του. Αυτός που θα γνώριζε το μέλλον θα μπορούσε να διαπράξει άδικες πράξεις, διότι μόνος αυτός θα γνώριζε εάν οι αδικίες του θα ξέφευγαν από την ανθρώπινη δικαιοσύνη. Και όχι μόνο θα μπορούσε να τις κάνει, αλλά θα έπρεπε να τις κάνει, εάν αυτές οι αδικίες του προξενούσαν ευτυχισμένη ζωή. Για το κακό, καθώς κανένας δεν γνωρίζει το μέλλον και ζει στην αμφιβολία, λέει ο Επίκουρος, απόφευγέ το. «Όποιος παραβαίνει στα κρυφά κάτι από όσα έχουν συμφωνήσει μεταξύ τους οι άνθρωποι για να μην βλάπτουν και να μην βλάπτονται δεν θα έχει ποτέ την βεβαιότητα ότι τελικά δεν θα φανερωθεί, ακόμα και αν η πράξη του μένει προς το παρών θεόκρυφη. Γιατί είναι άδηλο κατά πόσο θα μείνει το ίδιο κρυφή ως τη στιγμή του θανάτου του» (Διογ. Λαερτ., X.151, Κ.Δ.35).
Σε όλη του τη ζωή λοιπόν ο ένοχος βρίσκεται στην αβεβαιότητα, στην αναμονή, στην ταραχή. «Ο δίκαιος είναι μακριά από κάθε ταραχή, ο άδικος είναι γεμάτος από την πιο μεγάλη ταραχή» (Διογ. Λαερτ., X.144). Αλλά η ταραχή, δεν είναι το χειρότερο από τα κακά; Ο σοφός θα φυλαχθεί λοιπόν από την αδικία, όπως φυλάγεται για παράδειγμα από την ακράτεια. Διότι τα πράγματα που είναι από μόνα τους καλά μπορούν να γίνουν μεγάλα κακά από τις συνέπειες τους.
Είναι αδύνατο, όπως βλέπουμε, να βρούμε ψεγάδι σ’ αυτό το σημείο της λογικής του Επίκουρου. Η ωφέλεια είναι ο μοναδικός κανόνας των ανθρώπων και των εθνών. Εντούτοις, πέραν από το εξωτερικό πλεονέκτημα που συνδέεται με την παρατήρηση της δικαιοσύνης, πρέπει να προσθέσουμε άλλες αιτιολογίες περισσότερο πραγματικά ηθικές. Η αρετή της δικαιοσύνης πραγματοποιεί όχι μόνο απ’ έξω, αλλά μέσα στο ίδιο το άτομο, ένα είδος αρμονίας και εσωτερικής δικαιοσύνης. Κάνει την ισορροπία των επιθυμιών και των παθών. «Με την ίδια της τη δύναμη και τη φύση της γαληνεύει τις ψυχές». Η αδικία, αντίθετα, με μόνη την παρουσία της φέρνει την ταραχή στην ψυχή (De fin., I, XVI.50). Και ξεκινώντας από αυτή την αρχή, ο Επίκουρος μπόρεσε να καταλήξει να συστήσει την δικαιοσύνη ανεξάρτητα από τις κοινωνικές της συνέπειες. Σ’ αυτήν ακριβώς την πλευρά της θεωρίας του φαίνεται ότι οι μαθητές του επέμεναν κατά προτίμηση. Ο Φιλόδημος, για παράδειγμα, συμβουλεύει να προσηλωνόμαστε περισσότερο στο πνεύμα παρά στο γράμμα του νόμου, να είμαστε από ευχαρίστηση δίκαιοι και όχι από ανάγκη, να είμαστε δίκαιοι με σταθερότητα και όχι με ανησυχία (De rhet., Volumina Herculan., v.a. col.25).

8. Η δικαιοσύνη μπορεί να αλλάζει σε ένα βαθμό, σύμφωνα με τον τόπο και τον χρόνο

Μπορούμε τώρα να αντιληφθούμε γιατί οι Πυρρωνιστές και οι οπαδοί μιας δογματικής ηθικής μάχονται μεταξύ τους χωρίς ποτέ να μπορούν να συμφωνήσουν, οι πρώτοι μη βλέποντας στα ήθη και στους νόμους των λαών παρά διαφορές και αντιφάσεις, οι δεύτεροι μη αντιλαμβανόμενοι παρά αρμονία και ενότητα. Σύμφωνα με τον Επίκουρο και οι μεν και οι δε έχουν δίκιο. Αυτό που είναι καθολικό, είναι η αναζήτηση του μεγαλύτερου κατά το δυνατόν συμφέροντος. Και καθώς μεγάλος αριθμός ωφελειών (για παράδειγμα αυτό να μην σκοτώνουμε, να μην γινόμαστε δούλοι, κλπ), είναι τα ίδια για όλους, έπεται ότι τα άρθρα του σιωπηρού συμβολαίου που προστατεύουν αυτές τις ωφέλειες θα είναι περίπου τα ίδια για όλους τους ανθρώπους. Από την άλλη μεριά υπάρχει πλήθος από άλλες ωφέλειες που διαφέρουν από την μια εποχή στην άλλην και από τον ένα τόπο στον άλλον. Οι νόμοι που έχουν εμπνευστεί από αυτούς θα είναι συνεπώς διαφορετικοί και ιδιαίτεροι. Από πρώτη άποψη οι οπαδοί του δογματισμού έχουν δίκιο. Από δεύτερη άποψη έχουν άδικο. «Γενικά, το δίκαιο είναι το ίδιο για όλους, διότι υπάρχει κάτι το ωφέλιμο στην αμοιβαία κοινωνία (και σε ορισμένους νόμους που αποτελούν τις άμεσες προϋποθέσεις αυτής της κοινωνίας). Υπό το ιδιαίτερο όμως πρίσμα της κάθε χώρας και των συνθηκών της - όποιες και αν είναι αυτές- δεν συμβαίνει να είναι το ίδιο πράγμα δίκαιο για όλους» (Διογ. Λαερτ., X.151, Κ.Δ.36).
Από τη στιγμή που η δικαιοσύνη είναι απλά το όφελος της κοινωνίας επικυρωμένο από το νόμο, εάν ο νόμος καταλήγει να μην αντιπροσωπεύει αυτό το όφελος, θα συνεχίσει εντούτοις να αντιπροσωπεύει την δικαιοσύνη; θα πρέπει να συμμορφωνόμαστε τυφλά σ’ αυτόν χωρίς ελπίδα προόδου; Καθόλου, λέει ο Επίκουρος, και εδώ ξεχωρίζει από τους σκεπτικούς. Ο νόμος δεν έχει μόνο αξία επειδή είναι νόμος και ισχύς, αλλά επειδή είναι μέσον για την πραγματοποίηση της μεγαλύτερης κατά το δυνατόν ωφέλειας. «Εκείνο από όσα θεωρούνται δίκαια που όντος συμφέρει στις ανάγκες της κοινωνικής ζωής, πρέπει να έχει την ισχύ του δικαίου, είτε είναι είτε δεν είναι το ίδιο για όλους. Αν όμως, κάποιος απλώς θεσπίσει ένα νόμο, ο οποίος δεν αποβαίνει προς το συμφέρον της κοινωνικής ζωής, ο νόμος αυτός δεν έχει πια την φύση του δικαίου» (Διογ. Λαερτ., X.152, Κ.Δ.37).
Είναι λοιπόν, σύμφωνα με τον Επίκουρο, αλάνθαστο κριτήριο - περισσότερο αλάνθαστο από την υποτιθέμενη φωνή της συνείδησης που προβάλλουν οι οπαδοί του φυσικού νόμου - κριτήριο με το οποίο μπορούμε να κρίνουμε την ίδια την δικαιοσύνη. Είναι το ΣΥΜΦΕΡΟΝ, υπέρτερο από τον ΝΟΜΟ.
Εντούτοις, καθώς το συμφέρον αλλάζει, πρέπει, για να μην το χάσουμε ποτέ από τα μάτια μας, να προσφεύγουμε στην εμπειρία. Εάν οι θεσμοί που πιστεύαμε δίκαιους αποδεικνύονται βλαβεροί στην πράξη (ΕΠ’ ΑΥΤΩΝ ΤΩΝ ΕΡΓΩΝ), παύουν να είναι δίκαιοι και αν έχουν εξάλλου αρχαία ή πρόσφατη προέλευση, ελάχιστα ενδιαφέρει η προέλευση, εάν ο τελικός σκοπός δεν είναι πλέον το δημόσιο συμφέρον. Η δικαιοσύνη μια χρονικής περιόδου δεν είναι λοιπόν η δικαιοσύνη κάποιας άλλης. Πρέπει να χρησιμοποιούμε για τη δικαιοσύνη παρελθόντα ή μέλλοντα χρόνο. Πρέπει να συμφωνήσουμε να δεχθούμε πράγματα τα οποία ήσαν δίκαια, ότι δεν είναι πλέον και πράγματα τα οποία θα είναι δίκαια, ότι δεν είναι δίκαια.
Τι ενδιαφέρει, σύμφωνα με τον Επίκουρο, εάν η αδικία από μόνη της δεν είναι κάτι κακό; Δεν πρόκειται εδώ για την ίδια την αδικία, αλλά για την κοινωνική αδικία. Και ο σοφός πρέπει να απέχει από αυτήν για να διατηρήσει την ηρεμία και την αταραξία. Τότε μόνο θα απολαύσει ολοκληρωμένη ευτυχία, και η ζωή του, τελείως γεμάτη από αυτή την ευτυχία, τέλεια στο είδος της, δεν θα φοβηθεί καθόλου τον θάνατο που μπορεί να συντομεύσει τη διάρκεια της, αλλά όχι να της αφαιρέσει την αξία της. «Όσοι είχαν την δύναμη να εξασφαλισθούν προπαντός από τους γείτονές τους, έζησαν υπέροχα μεταξύ τους έχοντας την πιο σίγουρη εγγύηση και καθώς απόλαυσαν την φιλική σχέση στην πληρέστερη μορφή της, δεν οδύρονται –σαν να τον λυπούνται- για εκείνον που η ζωή του τέλειωσε πριν από τη δική τους» (Διογ. Λαερτ., X.154, Κ.Δ.40).

9. Η κοινωνική ιδέα του Επίκουρου

Αυτό είναι, σύμφωνα με τον Επίκουρο, το κοινωνικό ιδεώδες που συνίσταται σε μια στενή ένωση όλων των συμβαλλομένων, σε μια αμοιβαία εμπιστοσύνη, σε μια ευτυχία στην οποία όλοι θα έπαιρναν μέρος και την οποίαν όλοι θα απολάμβαναν συγχρόνως. Αυτό το ιδεώδες είναι πολύ μακριά από την πρωτόγονη και φυσική κατάσταση του ανθρώπου. Σύμφωνα με τον Επίκουρο, ο άνθρωπος στη φυσική του κατάσταση είναι ένας λύκος για τον άνθρωπο. Χωρίς τα συμβόλαια και χωρίς τους νόμους, έλεγε ο Μητρόδωρος, θα τρώγαμε ο ένας τον άλλον. Μπορούμε να επικρίνουμε τον Επίκουρο επειδή μεταμόρφωσε λίγο γρήγορα τους λύκους σε πρόβατα. Χωρίς αμφιβολία ο επικούρειος σοφός, που έχει σβήσει μέσα του κάθε βίαια επιθυμία και κάθε πάθος που φέρνει ταραχή, μπορεί να κρίνει ότι η τήρηση του κοινωνικού συμβολαίου είναι πιο χρήσιμη γι’ αυτόν παρά η παραβίαση του. Δυστυχώς η επικούρεια κοινωνία, όπως όλες οι άλλες, δεν αποτελείται αποκλειστικά από σοφούς. Στα μάτια αυτών που δεν είναι σοφοί, η κοινωνική ισχύς είναι λοιπόν από μόνη της αρκετή να κάνει σεβαστή και απαραβίαστη μια συμβατική δικαιοσύνη που γεννήθηκε από σύμβαση συμφερόντων; Συνοψίζοντας, στην θεωρία του των ατομικών και κοινωνικών αρετών, κυρίως στην θεωρία της φιλίας και της δικαιοσύνης, ο Επίκουρος προσπάθησε να αποδείξει την θέση αυτή που αποτελεί την βάση όλων των ωφελιμιστικών θεωριών, να γνωρίσουμε την ταυτότητα της ωφέλειας με αυτό που ονομάζουμε αρετή και καθήκον. Χωρίς να είναι οι ίδιες τελικοί σκοποί, οι αρετές είναι, σύμφωνα με αυτόν, αλάνθαστα μέσα, ενόψει του υπέρτατου τελικού σκοπού. Κατά τέτοιο τρόπο που εάν ο σοφός διστάζει κάποτε να αναρωτηθεί που είναι το πραγματικό του συμφέρον, μπορεί πάντοτε να βαδίζει χωρίς φόβο προς την κατεύθυνση της αρετής. Aυτή εκεί πάει, κατευθείαν στην ευτυχία, «τρέχει προς τα κει». Ο Επίκουρος σχηματοποιεί έτσι το σύστημα της συμπεριφοράς, όπως αυτό προκύπτει από τις αναλύσεις που προηγήθηκαν. «Η αρετή μόνη είναι αχώριστη από την ηδονή, αλλά όλα τα άλλα πράγματα(για παράδειγμα τα πλούτη, οι τιμές) χωρίζονται από αυτήν, γιατί είναι θνητά…. Δεν είναι δυνατόν να ζει κανείς χαρούμενα, αν η ζωή του δεν έχει φρόνηση, ομορφιά και δικαιοσύνη και ούτε πάλι είναι δυνατόν να’ χει η ζωή του φρόνηση, ομορφιά και δικαιοσύνη αν δεν έχει και χαρά». Με άλλα λόγια, η φρόνηση και η δικαιοσύνη είναι εγγύηση της ευτυχίας, η ευτυχία είναι η απόδειξη της δικαιοσύνης και της φρόνησης.

Αθήνα 8-11-2012

Λεωνίδας Α. Αλεξανδρίδης
Πολιτικός Μηχανικός.

.........................