Κείμενα Επικούρειας Φιλοσοφίας

*To παρακάτω κείμενο είναι αναδημοσίευση από το www.epicuros.net - "Φίλοι Επικούρειας Φιλοσοφίας ΚΗΠΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ


Απαντήσεις στην αντιρρητική προς την Επικούρεια φιλοσοφία.

Συλλογική εισήγηση με συγγραφείς τους Δημήτρη Λιαρμακόπουλο, Κώστα Καλεύρα και Παναγιώτη Παπαβασιλείου στις 27 Μαΐου 2015, Κήπος Θεσσαλονίκης

1. Εισαγωγή (Δημήτρης Λιαρμακόπουλος)
Θα επιχειρήσουμε να αναφερθούμε και να ανασκευάσουμε τις κυριότερες από τις σκόπιμες στρεβλώσεις και επιθέσεις που δέχτηκε η επικούρεια φιλοσοφία από τους εχθρούς της. Θα πρωτοτυπήσουμε λιγάκι, καθώς θα είμαστε 3 διαφορετικοί ομιλητές, και γιατί πρόκειται για την τελευταία εκδήλωση της χρονιάς εδώ, για να της προσδώσουμε έναν πανηγυρικό τόνο, με τον καθένα από εμάς να αναλαμβάνει ένα θέμα, αλλά και γιατί θα ήταν εξουθενωτικό για έναν – όχι μόνο από άποψη όγκου, αλλά και ταραχής – να επιχειρήσει όλες τις ανασκευές μοναχός του.
Είναι γνωστό πως η Επικούρεια φιλοσοφία υπέστη πάμπολλες επιθέσεις, κι ο ίδιος ο Επίκουρος πολλές κατηγορίες. Και δεν θα διστάσουμε να ομολογήσουμε πως οι επιθέσεις ήταν… απόλυτα δικαιολογημένες. Κι επειδή προέρχονταν από επίσημους και ανεπίσημους εκπροσώπους της κατεστημένης εξουσίας, πολιτικής και θρησκευτικής, θα εκφράσουμε και τη χαρά μας γι' αυτό. Λυπούμαστε μόνο γιατί χάθηκε πολύτιμος χρόνος για τον άνθρωπο. Δέκα ολόκληροι αιώνες δεν είναι και λίγοι. Από τον 4ο αιώνα της επίσημης μέτρησης μέχρι τον 14ο δεν έγινε λόγος για τον Επίκουρο. Που θα πει δεν γινόταν ωφέλιμος λόγος για ελευθερία, για αφοβία, για λογική και ανθρωπισμό.
Σήμερα γνωρίζουμε πως ο Επίκουρος αποδέχτηκε, διόρθωσε και γονιμοποίησε τη σκέψη και τη διδασκαλία των Ιώνων Φυσικών φιλοσόφων και των σοφιστών. Επικεντρώθηκε στον άνθρωπο, όπως απαιτούσαν οι καιροί που έζησε, με τις διαμάχες των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου που αλώνιζαν την Ελλάδα και οριστικοποίησαν την ήττα του δημοκρατικού κόσμου. Σε όσες πόλεις του Μεσογειακού χώρου υπήρχαν στην αρχαιότητα Κήποι, ο Διογένης ο Λαέρτιος μαρτυρά πως το πλήθος των επικούρειων μετρούνταν με τις πόλεις, διατηρήθηκε όρθιο και το δημοκρατικό φρόνημα.
Από αυτό βέβαια βρέθηκε απέναντι σε όλες τις άλλες σχολές. Θα αναφέρουμε μόνο το εξής: Ο Αντίοχος ο Ασκαλωνίτης, ακαδημεικός φιλόσοφος, πλατωνικός δηλαδή, που έζησε ανάμεσα στον 2ο και 1ο προ χριστιανικής μέτρησης αιώνα, έδωσε μια έκθεση της Ακαδημεικής, της Περιπατητικής και της Στωικής φιλοσοφίας που είχε σκοπό να δείξει, πως οι τρεις αυτές σχολές διαφωνούν σε ασήμαντα σημεία και στη διατύπωση μόνο παρά στην ουσία. Οι δε Χαλδαϊκοί χρησμοί που γράφτηκαν το 200 μ.Χ. και προτάσσουν μια μυστική θεωρία για απολύτρωση, στηρίζεται σ' ένα ανακάτωμα νεοπυθαγορικών, πλατωνικών και στωικών δογμάτων (Οι πληροφορίες από Τσέλλερ – Νέστλε, Ιστορία της ελληνικής φιλοσοφίας).
Αναφερόμαστε σ' αυτό για να δείξουμε πως με την πάροδο του χρόνου οι ιδεαλιστικές φιλοσοφίες άρχισαν να συγκλίνουν έχοντας απέναντι τους επικούρειους. Γνωρίζουμε λοιπόν την ταυτότητα των επιτιθέμενων. Όλοι συναδελφωμένοι εναντίον ενός. Γιατί; Η αιτία είναι μια και μοναδική και δεν υπάρχει δυσκολία στο να την αναδείξουμε. Η Επικούρεια φιλοσοφία κηρύσσει την αφοβία, την ελευθερία και την δυνατότητα αυτονόμησης του ανθρώπου. Οι άλλες σχολές στέκονται συνετές και συνεπείς στην υπηρέτηση των εξουσιών.
Επομένως σύμφωνα με τις ανάγκες και τα συμφέροντα των εξουσιών η Επικούρεια φιλοσοφία θα έπρεπε να κηρυχθεί εκποδών. Όμως πώς να πεις στον κόσμο: αγνοήστε τον Επίκουρο, που σας λέει πως είστε ελεύθεροι, πως δεν έχετε λόγο να φοβάστε τους θεούς και το θάνατο πως τα καλά και αναγκαία θα τα έχετε εύκολα κι ό τι σας βλάπτει είστε ικανοί να το ξεπερνάτε. Αν αντιμετώπιζαν με τέτοιο τρόπο τον Επίκουρο δεν θα έκαναν πολεμική αλλά διαφήμιση. Από τότε γνώριζαν τις αρχές του μάρκετινγκ.
Πού στράφηκε λοιπόν η διαβολή; Στην περιφρόνηση του Επίκουρου προς την εγκύκλια παιδεία. Σας θέλει αγράμματους, λέγανε, επειδή ο ίδιος είναι απαίδευτος. Στον ωφελιμισμό και στην έννοια της επικούρειας ηδονής. Λέγανε πως ο Επίκουρος είναι οπαδός, του να φάμε και να πιούμε γιατί αύριο θα πεθάνουμε και πως μέσα στον Κήπο γινόταν ακολασίες. Στην διδασκαλία για τη φύση των θεών. Τον κατηγορούσαν για άθεο, βαριά κατηγορία εκείνη την εποχή. Στην αποχή του από τα πολιτικά πράγματα. Τον κατηγορούσαν, πως δε νοιάζεται για τις πόλεις και το λαό, παρά μόνο για τον εαυτούλη του.
Θα προσπαθήσουμε να ανασκευάσουμε τα κυριότερα από αυτά εξετάζοντας τις αντιρρήσεις μέσα και από την σημερινή προβληματική όχι μόνο την αρχαία.
Στην προσπάθειά μας θα κάνουμε έμμεσα χρήση του επικούρειου κανόνα, που αποτελεί τη βάση της Επικούρειας φιλοσοφίας, και είναι στην πραγματικότητα η μέθοδος που σκέφτεται ο άνθρωπος όταν θέλει να προσεγγίσει την αλήθεια. Το ίδιο κι όταν θέλει να αποκαλύψει τις σκόπιμες στρεβλώσεις.

2. Απάντηση για την ηδονή (Κώστας Καλεύρας)
Όπως προείπε ο φίλος Δημήτρης, οι αντίπαλες φιλοσοφικές σχολές έψαχναν να βρουν τρωτά σημεία για να εκφράσουν τις αντιρρήσεις τους και να απορρίψουν την φιλοσοφία του Επίκουρου ή να τον κατηγορήσουν. Ένα από αυτά τα τρωτά σημεία ήταν και η ηδονή. Η συνωνυμία της επικούρειας ηδονής για την ψυχική γαλήνη με αυτή για τις αισθησιακές απολαύσεις, έδωσε αφορμή σε ατέλειωτες αντιλογίες και ειρωνικά σχόλια. Την πληθωρική τους απήχηση τη βρίσκουμε σε μερικά συγγράμματα του Κικέρωνα, ο οποίος στο έργο του «Ο δρόμος προς την ευτυχία» αποκαλεί τον Επίκουρο άνανδρο και ηδονιστή, αποδοκιμάζοντας τις απόψεις του λέγοντας, πως δεν είναι δυνατό να υπάρξει συσχέτιση της ενάρετης, σοφής και δίκαιης ζωής με την ηδονική ζωή. Επίσης, και σε αντιεπικουρικά συγγράμματα του Πλούταρχου, ο οποίος στο έργο του «Ότι ουδέ ηδέως ζην εστίν κατ' Επίκουρον» έκρινε τη διδασκαλία των επικούρειων για την ηδονή και αναφέρθηκε με ειρωνεία στην πεποίθηση τους, ότι ύψιστο αγαθό είναι η ηδονή της ψυχής.
Ο Χ. Θεοδωρίδης ξεκαθαρίζει το θέμα πολύ καθαρά, λέγοντας για την έννοια της ηδονής:
Η διαλεκτική των αρχαίων – εμείς θα λέγαμε ανάλυση – δεν μπορούσε να βάλει αυστηρή τάξη στη δικαιολογημένη ποικιλία από εκφράσεις, που έφτιαξε ο λαός για να χαρακτηρίσει τις αποχρώσεις του ευάρεστου και του δυσάρεστου. Η λέξη ηδονή προβάλλει πρώτη φορά στον ποιητή Σιμωνίδη. Ο Όμηρος έχει μονάχα το ρήμα ήδομαι και το ουσιαστικό ήδος. Ηδονή λέγοντας εννοούν περισσότερο τη σαρκική απόλαυση κι αυτή την πλευρά τονίζουν ιδιαίτερα οι ιδεαλιστές. Τη σύγχυση τη διαιώνισε η επιμονή να χωρίσουν σωματικές και πνευματικές ευχαριστήσεις. Ο σοφιστής Πρόδικος στα «Συνώνυμά» του, την ηδονή την έβαζε με τη γενικότερη έννοια: χαρά, τέρψη και ευφροσύνη. Οι Στωικοί χαρά λέγανε την «εύλογον έπαρσιν», ηδονή την «άλογον έπαρσιν», τέρψη την ηδονή από την ακοή, ευφροσύνη από τους ωραίους λόγους, που κάνει τον αρχαίο συντάκτη ερμηνευτικών κειμένων να φωνάζει με θυμό, πως αυτά είναι αυθαιρεσίες και όχι σοβαρά πράγματα.
Και στο σημείο αυτό ο Επίκουρος είδε καθαρά και αντίκρισε θαρρετά και εξαντλητικά το πρόβλημα. Ο άνθρωπος είναι μοναδικό γέννημα της φύσης, προικισμένο με ικανότητες να υψωθεί σε προσωπικότητα και να γίνει χαρά του εαυτού του και των άλλων που ζουν μαζί του. Για να γίνει αυτό πρέπει να γλιτώσει από το αιώνιο μαρτύριο, από τις μικρές και μεγάλες ταραχές που ενοχλούν την ομαλή λειτουργία της ουσίας του και κάνουν φαρμάκι το ζωικό χυμό μέσα του. Αυτό πρέπει να το επιδιώξει με όλα τα μέσα, με την επιστήμη του, τη φυσιολογία ιδιαίτερα με το διαφωτισμό πάνω στα ουράνια και τα επίγεια, με τη δύναμη της ψυχής του. Όταν λείψουν τα εμπόδια, οι σωματικοί πόνοι από αρρώστιες ή από τη στέρηση, ταραχές ψυχικές, ιδιαίτερα ο φόβος των θεών και του θανάτου, το μαρτύριο από την έρμη φιλοδοξία, η ψυχή γαληνεύει κι ο άνθρωπος φτάνει στη μακαρισμένη «αταραξία», όπως είπε με μία λέξη που είχε πλατύτατο αντίλαλο. Όταν παραμεριστεί κάθε συναίσθημα που τον ερεθίζει, λύπη είτε χαρά, αναβλύζει από τη βαθύτερη ουσία του ανθρώπου η καλή διάθεση, το δημιουργικό χάδι, κι αυτό του δίνει την ευκαιρία ν' αξιοποιήσει τον άφθονο πλούτο που έχει μέσα του. Το βασικό αυτό για την ανθρώπινη ζωή, για την ευτυχία και τον υψωμό της, την καλή διάθεση την ευεξία, την ευθυμία, ο Επίκουρος την ονόμασε ηδονή, λέξη παρεξηγήσιμη για τους γνωστούς λόγους που παρανοήθηκε κι έδωσε αφορμή στις πιο ηλίθιες ή κακόβουλες διαστροφές. Την υπόθεση την μπέρδεψε περισσότερο η μετάφραση της ηδονής στα λατινικά με τη λέξη voluptas, πιο φορτωμένη από αισθησιακή απόχρωση.
Ο Διογένης Οινοανδέας σε ένα απόσπασμά του έλεγε: Αν, ω άνδρες, το ζήτημα που προκύπτει ανάμεσα σ' εμάς και σ αυτούς [ανάμεσα στους επικούρειους και τους στωικούς] ήταν «τι είναι αυτό που φέρνει την ευτυχία», κι ήθελαν να μας πούνε πως αυτό είναι οι αρετές, πράγμα που θα 'ταν και το σωστό, τότε δεν θα χρειαζόταν παρά να συμφωνήσουμε μαζί τους ώστε να μην υπάρχει κανένα πρόβλημα. Επειδή όμως, όπως λέω, το πρόβλημα δεν είναι το «τι φέρνει την ευτυχία» αλλά το τι σημαίνει ευτυχία και τι είναι αυτό που η φύση μας κατά βάθος επιθυμεί, ισχυρίζομαι ότι αυτό είναι η ηδονή, και σ' όλους, Έλληνες και βαρβάρους, και τώρα και πάντα, το φωνάζω δυνατά, ότι αυτή είναι ο σκοπός της άριστης διαβίωσης. Όσο για τις αρετές -που οι άνθρωποι αυτοί τις παιδεύουν άστοχα γιατί από μέσον τις μετατρέπουν σε σκοπό-, αυτές με κανένα τρόπο δεν αποτελούν σκοπό, οι αρετές δημιουργούν τη δυνατότητα να φτάσει κανείς στον σκοπό.
Το σημαντικότερο στοιχείο σχετικά με την ηδονή ήταν η ταύτιση της Επικούριας φιλοσοφίας και διαστρέβλωσή της με την διδασκαλία των Κυρηναϊκών φιλοσόφων ή Ηδονιστών όπως αποκαλούντο. Εκατό περίπου χρόνια πριν την γέννηση του Επίκουρου ο Αρίστιππος (μαθητής του Σωκράτη) διακήρυξε ότι το μεγαλύτερο από όλα τα αγαθά είναι η τέρψις. Ισχυρίσθηκε ότι ο άνθρωπος πρέπει να αποφεύγει τους μακροπρόθεσμους στόχους, διότι τον αποπροσανατολίζουν και δεν του επιτρέπουν να απολαύσει τα αγαθά της ζωής. Η διαφορά των δύο φιλοσοφικών θεωριών είναι πραγματικά πολύ σημαντική. Ο Επίκουρος δέχεται ότι η ηδονή βρίσκεται σε όλες τις καταστάσεις, ακόμα και σ' αυτήν της ακινησίας και επιδιώκει μέσω της ηδονής την αταραξία της ψυχής, όχι την παροδική απόλαυση, η οποία έπειτα ενδέχεται να προκαλέσει πόνο. Οι κυρηναϊκοί, αντίθετα, υποστήριζαν ότι μόνο η σωματική ηδονή οδηγεί στην ευτυχία, αποκλείοντας έτσι την ψυχική και πνευματική. Αποδέχονταν μόνο την κινητική ηδονή.
Έλεγε ο Επίκουρος σχετικά. Αν τα πράγματα που φέρνουν τις ηδονές των άσωτων μπορούσαν να σκορπίσουν τους φόβους για τα ουράνια, το θάνατο και τον πόνο, κι ακόμη, αν μας δίδασκαν τα όρια των επιθυμιών και του πόνου, τότε δεν θα 'χαμε λόγο να κατηγορήσουμε τους άσωτους, που από παντού θα αντλούσαν ηδονές και τίποτα δεν θα τους προκαλούσε πόνο η λύπη, δηλαδή αυτά που συνιστούν το κακό.

3. Απάντηση για τους θεούς (Παναγιώτης Παπαβασιλείου)
Θα επιχειρήσω να απαντήσω στην αντιρρητική προς τους θεούς του Επίκουρου αρχίζοντας, λίγο παράδοξα και αιρετικά για επικούρειος, με ένα παραμύθι. Πρόκειται για τον μύθο του Αισώπου «Ανήρ Ναυαγός»:
Ένας πλούσιος Αθηναίος ταξίδευε με πλοίο, που μες στον σφοδρό χειμώνα αναποδογύρισε και ναυάγησε. Ενώ όλοι οι άλλοι ναυαγοί αγωνίζονταν κολυμπώντας να σωθούν, ο πλούσιος Αθηναίος επικαλούνταν την θεά Αθηνά και της έταζε τα μύρια, αν τον έσωζε. Τότε, ένας συνναυαγός τού φώναξε: «Μαζί με την Αθηνά, κούνα και συ τα χέρια σου!». Πρόκειται για το γνωστό σε όλους μας «συν Αθηνά και συ χείρα κίνει». Στο πέρασμα των αιώνων οι θεοί άλλαξαν, αλλά η σοφία του λαού μας παρέμεινε μέσα από τις παροιμίες: «-Άγιε Νικόλα, βοήθα με! –Μα, κούνα και συ τα χέρια σου…», λέει μία από αυτές.
Κάπου εκεί ανάμεσα, πρόβαλε ο Επίκουρος και πρόλαβε να μας συμβουλεύσει: «Είναι μάταιο να ζητάει κανείς από τους θεούς αυτά που μπορεί να προσφέρει ο ίδιος στον εαυτό του» (Ε.Π. 65). Χρησιμοποιώντας τον κανόνα, ο Επίκουρος επιβεβαίωσε κάτι που διαπίστωνε διαχρονικά και ο λαός μας, χρησιμοποιώντας κι αυτός εν αγνοία του τον κανόνα: πως όταν βρεθείς σε ανάγκη, ιδίως σε συνθήκες ζωής ή θανάτου, και στηριχτείς στους θεούς για να σε σώσουν, χάθηκες, ή πιο συγκεκριμένα, πνίγηκες!
Τότε, ενώ δεν θα επιλέξει κάποιος να αφεθεί την κρίσιμη στιγμή στην θεία πρόνοια, γιατί σε όλη την υπόλοιπη ζωή του πιστεύει με βεβαιότητα στην ύπαρξή της; Στην παραπάνω Προσφώνηση του Επίκουρου, ας αντικαταστήσουμε «τους θεούς» με κάτι πιο χειροπιαστό: είναι μάταιο να ζητάει κανείς από τους πολιτικούς, τους παπάδες, τους τραπεζίτες, τους νταβατζήδες αυτά που μπορεί να προσφέρει ο ίδιος στον εαυτό του. Ο Επίκουρος μάς δείχνει με γενναιότητα τον δρόμο της αυτάρκειας, της αυτονόμησης, της ελευθερίας. Δεν τον ενδιαφέρει τόσο η ύπαρξη των θεών αυτή καθαυτή, όσο η επίδραση που αυτοί έχουν (ή δεν έχουν) στον φυσικό σκοπό του ανθρώπου, που είναι η ευτυχισμένη του ζωή.
Ακόμη καλύτερα μας τα περιγράφει ο Δημήτρης Λιαρμακόπουλος, που εκφράζοντας την διαμορφωμένη γνώμη του Κήπου Θεσσαλονίκης, συνέταξε ένα σύντομο αλλά περιεκτικό κείμενο, θα παραθέσω από αυτό: «Ο Επίκουρος ξεχώρισε την γνώση για την ύπαρξη των θεών από την αντίληψη που έχουμε για αυτούς, με την οποία συνδέεται η ευτυχία του ανθρώπου. Η λάθος αντίληψη για τους θεούς γεννά φόβο και μάταιες προσδοκίες. Εφόσον σκοπός του βίου είναι η ευδαιμονία, θα καταπολεμήσουμε ό,τι μας φοβίζει κι ό,τι μας παραπλανά. (…) Και στόχευσε διάνα σ' αυτό: Δε νοιάστηκε για τον θεό, όσο νοιάστηκε για τον ελεύθερο άνθρωπο. Γνώριζε από πρώτο χέρι, από τον ίδιο του τον εαυτό εννοώ, ότι ο απελευθερωμένος από τον φόβο άνθρωπος είναι ικανός να δώσει μόνος του την απάντηση, εντελώς προσωπικά, χωρίς την βοήθεια ή την υπόδειξη κανενός. Ο ελεύθερος άνθρωπος δε σκαλώνει σε τέτοια ζητήματα».
Ο ίδιος ο Επίκουρος είναι πεπεισμένος για την ύπαρξη των θεών, έχουν άλλωστε υλική υπόσταση, όπως και οι πολιτικοί, οι παπάδες, οι τραπεζίτες, οι νταβατζήδες. Όντας όμως αθάνατοι και μακάριοι, τα δύο μόνα χαρακτηριστικά που θα μπορούσε να τους προσδώσει χωρίς να προκαλέσει ύβρη προς την φύση, οι θεοί του είναι πάντα χαμογελαστοί, σε πλήρη αντίθεση με τους υπόλοιπους που προαναφέρθηκαν. «Ασεβής δεν είναι αυτός που δεν αποδέχεται τους θεούς των πολλών ανθρώπων, αλλά αυτός που αποδίδει στους θεούς αυτά που οι πολλοί πιστεύουν για αυτούς» (Δ.Λ. Χ 123, «Επιστολή προς Μενοικέα»). Οι μακάριοι θεοί, που στο μυαλό των προγόνων μας αποτελούσαν μέρος της φύσης και εξέφραζαν τους νόμους της, δεν δημιούργησαν αυτόν τον κόσμο, ούτε παρεμβαίνουν σε αυτόν, ούτε έχουν προσχεδιάσει καμία ειμαρμένη, ούτε φυσικά και θα περιποιηθούν τις μετά θάνατον ανύπαρκτες ψυχές μας, γιατί έτσι θα έχαναν την μακαριότητά τους. «Άφοβον ο θεός», μας φωνάζει η Τετραφάρμακος (Φιλόδημος, «Προς Σοφιστάς», IV 7), και πετάει στα σκουπίδια το ανυπόφορο παραμυθάκι της θείας πρόνοιας.
Όπως ήταν φυσικό, αυτό δεν πολυάρεσε στους παπάδες. Αλλά ούτε και στους πολιτικούς, βασιλιάδες και ολιγάρχες, που στηρίζουν την εξουσία τους και στις θρησκείες, ή στους τραπεζίτες, τους ιερείς της θρησκείας του χρήματος. Δεν ξέχασα τους νταβαντζήδες! Όλοι αυτοί χρησιμοποιούν παραμυθάκια σαν αυτό της θείας πρόνοιας, προσπαθώντας να μας πείσουν ότι αν τους χαρίσουμε την ελευθερία μας, αυτοί θα μας προστατέψουν. Βασίζονται στην αδυναμία των πολλών να κρατήσουν οι ίδιοι στα χέρια τους την ευθύνη της ζωής τους και να ευτυχήσουν. Η Επικούρεια φιλοσοφία στην θέση αυτής της ψεύτικης ιδέας της πρόνοιας, αντιπαρατάσσει την πραγματική «πρόνοια» που προσφέρει η φρόνηση και η απόκτηση φίλων.
Αφού όμως ο Επίκουρος δεν δέχεται την θεία πρόνοια, τότε πώς εξηγείται η συμμετοχή του στις θρησκευτικές γιορτές της πόλης; Επιστρέφω στο κείμενο του Δημήτρη: «Είναι σφάλμα να συγχέουμε τους φιλόσοφους με τους μύστες και τους προφήτες. Ο φιλόσοφος ζει μέσα στον κόσμο, κινείται στην αγορά, έχει αντίληψη της ιστορικότητάς του, εισπράττει γνώση από τους άλλους, συνδυάζει και συμπεραίνει, εκφράζει την εποχή του και μ' όλα αυτά είναι κατ' εξοχήν πολιτικό πρόσωπο. Δεν είναι ούτε ιδρυτής θρησκείας, ούτε αρχιερέας, ούτε αναχωρητής που φαντασιώνεται το μέλλον. Άλλωστε αυτοί ελέγχονται ως γνωστόν για παράνοια (Ρ. Ντώκινς). Όταν λοιπόν αναγνωρίζουμε στον Επίκουρο πολιτική παρέμβαση με την παρέγκλιση ή το λάθε βιώσας, πρέπει να του αναγνωρίζουμε ως πολιτική πράξη μέγιστης αξίας την εξάλειψη του φόβου των θεών». Η διατήρηση της κοινωνικής συνοχής, τουλάχιστον κατά την ιστορική εποχή που έζησε ο Επίκουρος, να μια χρησιμότητα της πολιτικής θρησκείας, όταν αυτή δεν έρχεται σε σύγκρουση με την ελευθερία των πολιτών.
Οι θεοί έχουν και άλλη μια χρησιμότητα. Όταν αντιμετωπίζουμε ένα πρόβλημα, αναλογιζόμαστε κάποιες φορές πώς θα το αντιμετώπιζαν αν ήταν στην ίδια θέση οι γονείς μας, ο παππούς ή η γιαγιά μας, ένας φίλος ή ένας σοφός, όλοι αυτοί που θαυμάζουμε. Ο Γιώργος Καπλάνης, για παράδειγμα, όποτε θέλει να καταστρώσει μια στρατηγική, φέρνει μπροστά του την θεά Αθηνά. Ευτυχώς για όλους μας, όχι με τον τρόπο που την επικαλέστηκε ο πλούσιος Αθηναίος ναυαγός! Αφού λοιπόν ο σκοπός των προτιμήσεων και των αποφυγών μας είναι η επίτευξη και η διατήρηση της ηδονής, ώστε να ζήσουμε μια ευτυχισμένη ζωή, οι μακάριοι θεοί, που διατηρούν σε όλη την διάρκεια του χρόνου την ηδονή και την μακαριότητά τους, μπορούν να χρησιμοποιηθούν ανάλογα ως «πρότυπα ικανά να δημιουργήσουν μια σοφία εκ μιμήσεως» (Μ. Ονφρέ, «Πραγματεία περί αθεολογίας», σελ. 46) για την επίτευξη του σκοπού μας.
Συνοψίζοντας, θα επαναλάβω τα σοφά λόγια του Δημήτρη: «ο απελευθερωμένος από τον φόβο άνθρωπος είναι ικανός να δώσει μόνος του την απάντηση [για τους θεούς του], εντελώς προσωπικά, χωρίς την βοήθεια ή την υπόδειξη κανενός. Ο ελεύθερος άνθρωπος δε σκαλώνει σε τέτοια ζητήματα».

4. Απάντηση για το λάθε βιώσας και την πολιτική (Δημήτρης Λιαρμακόπουλος)
Ο Πλούταρχος στο «ει καλώς είρηται το λάθε βιώσας» κατηγορεί τους επικούρειους πως απέφευγαν εκείνο που ο ίδιος έκανε με ιδιαίτερη επιτυχία. Τι δηλαδή: Υπήρξε προκουράτορας της Αχαΐας, επίτροπος δηλαδή της Ελλάδας, διορισμένος από τον αυτοκράτορα Τραϊανό και για 30 χρόνια ιερέας του Απόλλωνα στους Δελφούς υπεύθυνος για την ερμηνεία των χρησμών της Πυθίας. Ο Πλούταρχος έσυρε πολλά ενάντια στην Επικούρεια φιλοσοφία. Ήταν πλατωνικός. Η Ακαδημία εκπαίδευε τα πολιτικά στελέχη της ολιγαρχίας. Ο Κήπος βεβαίως δεν εκπαίδευε κυβερνητικά στελέχη.
Η πιο σοβαρή πολεμική σήμερα προς την Επικούρεια φιλοσοφία, κατά την προσωπική μου εμπειρία, εντοπίζεται πάνω στην έλλειψη κυβερνητικής πρότασης. Ο Επίκουρος, υπολείπεται έναντι των άλλων πάνω σ' αυτό: δεν μας παρέδωσε κανέναν απολύτως μηχανισμό κοινωνικής δομής που να επιβάλλεται από τα κάτω ή από τα πάνω, δεν μας αφιέρωσε κανένα μοντέλο κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Κι ενώ η Ακαδημία σχεδίαζε τα μοντέλα της φεουδαρχίας, κι ετοίμαζε τους ηγεμόνες, από κοντά οι στωικοί, για το αναγκαίο συμπλήρωμα, μαγείρευαν τη δική τους καθοριστική πολιτική παρέμβαση: φρόντισαν να ετοιμάζουν υπηκόους. Να δώσουμε πρόχειρα και χοντροκομμένα την πετυχημένη, όπως αποδείχτηκε, συνταγή: Έτσι είναι τα πράγματα, σοφά καμωμένα σύμφωνα με τον Λόγο και μην τα πειράζετε γιατί θα χαλάσει η παγκόσμια ισορροπία. Μια φιλοσοφία βούτυρο στο ψωμί των αυτοκρατόρων. Τα συστήματα που δομήθηκαν μετά το διαφωτισμό πάνω σ' αυτή τη συνταγή, αντικαθιστούσαν με ευχέρεια τη φυσική αρμονία του Λόγου, άλλοτε με τη σοφία του Θεού, άλλοτε με τους κανόνες του χρήματος και της οικονομικής ανάγκης, άλλοτε με την αλήθεια του κόμματος.
Γιατί όμως ο Επίκουρος άφησε ένα τέτοιο κενό; Πώς και επέτρεψε τις αντίπαλες φιλοσοφίες να αλωνίζουν με τις πολιτικές τους συνταγές κι άφησε τους πολλούς απροστάτευτους και ακαθοδήγητους;
Ένα τέτοιο ερώτημα θα το έκανε κάποιος που δεν έχει καμιά γνώση της Επικούρειας φιλοσοφίας. Μια διαφωτιστική ανοιχτή σε όλους φιλοσοφία, που δεν ενδιαφέρεται για τάξεις, με επίκεντρο τον άνθρωπο σε κλίμακα οικουμενική, αν ξεχωρίζει τους ανθρώπους είναι σε εκείνους που κατανοούν και σ' εκείνους που δεν…
Η έντονη προπαγάνδα των επικούρειων απαντούσε στην ανθρώπινη ανάγκη να κοινωνούμε τη γνήσια χαρά, όχι τη στράτευση πίσω από σημαίες. Το γνωστό: χαρά που τη μοιράζεσαι χαρά διπλή.
Ο Επίκουρος ξεκαθάρισε γρήγορα τη θέση του απέναντι στους πολλούς. Δεν εκτιμούσε ιδιαίτερα αυτό που λέμε «κοινή γνώμη», δεν φιλοσόφησε αποβλέποντας να αρέσει στον κόσμο αλλά να βοηθήσει τον άνθρωπο να δραπετεύσει από τη μάζα. Ας εξετάσουμε τη φύση της εξουσίας: Θα την αντιδιαστείλουμε από την ηγεσία που αναδεικνύουν οι ιστορικές συγκυρίες και κατά κανόνα προκαλείται από τις συνθήκες και προσκαλείται από τους πολίτες. Άλλο ηγεσία άλλο εξουσία. Η Επικούρεια φιλοσοφία μας παραδίδει το ψυχογράφημα της εξουσίας στο «ουκ έστιν άφοβον είναι φοβερόν φαινόμενον». Δεν είναι δυνατόν να μη φοβάται αυτός που προκαλεί φόβο. Και στην 7η Κύρια Δόξα: «Ορισμένοι άνθρωποι θέλησαν να γίνουν ένδοξοι και διάσημοι, νομίζοντας ότι με αυτό τον τρόπο θα προστατευτούν από τους άλλους ανθρώπους. Έτσι, αν η ζωή τους έγινε ασφαλής, απέκτησαν το αγαθό της φύσης- αν όμως δεν έγινε ασφαλής, τότε δεν κατέχουν αυτό που, σύμφωνα με την ανθρώπινη φύση, από την αρχή επιθύμησαν» (Μεταφρασμένο από τον Χρήστο Γιαπιτζάκη). Κατά την Επικούρεια φιλοσοφία οποιαδήποτε πολιτική συνταγή σύμφωνη με τις απαιτήσεις ενός διαλόγου, να το πω ευγενικά, μεταξύ εξουσίας και υπηκόων, θα σκόνταφτε πάνω στα αγαθά της ελευθερίας, της αφοβίας, της αποφυγής των ταραχών και του μη βλάπτειν αλλήλους.
Ο Επίκουρος μέσα από την περιγραφή της δίκαιης κοινωνίας, που δομείται στη σύμβαση του μη βλάπτειν αλλήλους μηδέ βλάπτεσθαι, τον ύμνο του αθάνατου αγαθού της φιλίας και την παρεγκλιτική διέξοδο του λάθε βιώσας φανέρωσε την προτίμησή του στην άμεση δημοκρατία. Οι Κήποι υπήρξαν τέτοιες κοιτίδες.
Άλλωστε, μέχρι εκείνη την εποχή, δεν είχαν γνωρίσει άλλη μορφή δημοκρατίας. Όμως είχαν βιώσει την οριστική της ήττα. Έτσι όσοι μέμφονται την Επικούρεια φιλοσοφία που δεν μας έδωσε τις πολιτικές συνταγές που περίμεναν, ας αναρωτηθούν: Πόθεν ορμάται ο αιτών; Ως επίδοξος εξουσιαστής; Ως πειθήνιος υπήκοος; Ως φιλήσυχος θιασώτης του τηλεοπτικού πολιτισμού;
Το σώμα της Επικούρειας φιλοσοφίας μας επιτρέπει κι εδώ να συμπεράνουμε, πως μια κοινωνία ελεύθερων ανθρώπων με γνώση και σεβασμό στην ανθρώπινη φύση, όπως και στο θέμα της θρησκείας έτσι και στην πολιτική διακυβέρνηση θα βιώσουν τα καλά, τα ωφέλιμα και τα ηδονικά. Η Επικούρεια φιλοσοφία είναι το πολιτικό εργαλείο του ελεύθερου ανθρώπου.

Εμείς εδώ στον Κήπο… Χωρίς να αγωνιούμε για το πόσο κοντά ή πόσο μακριά βρισκόμαστε, κάνουμε βήματα κάθε μέρα προς αυτή την κατεύθυνση.

.........................